Του Κώστα Λαπαβίτσα*
Η κρίση του κορονοϊού συχνά χαρακτηρίζεται ως πόλεμος γιατί έχει στοιχεία εξωτερικής επιβολής, έφερε απαγόρευση κυκλοφορίας, απαιτεί κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων και δημιουργεί βαθιά ανησυχία για το μέλλον. Στη χώρα μας δεν έχουμε μηχανισμούς
αντιμετώπισης οικονομικών κρίσεων που να χαρακτηρίζονται από γενναιότητα. Έχουμε όμως πλήθος συντηρητικών οικονομολόγων, καθώς και μια κυβέρνηση της ΝΔ που αποδεικνύεται κάτω των περιστάσεων. Κατά την κυβέρνηση η ελληνική οικονομία ήταν έτοιμη για το μεγάλο αναπτυξιακό άλμα στις αρχές του 2020, αλλά δυστυχώς προέκυψε η πανδημία. Πρόκειται για τελείως αβάσιμο ισχυρισμό. Απεναντίας, η οικονομία ήταν βαθιά εξασθενημένη από μια δεκαετία κρίσης και – κυρίως – μνημονίων. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το τέλος του 2019 και τις αρχές του 2020 δείχνουν, χωρίς εξαίρεση, παρατεταμένη αδυναμία στις εξαγωγές, στη βιομηχανική παραγωγή, στη λιανική ζήτηση, στην απασχόληση κ.ο.κ. Δεν υπήρχε απολύτως κανένα «ελατήριο» έτοιμο να εκτιναχθεί.
Η πανδημία έδωσε ένα θανάσιμο χτύπημα στην ασθενική ελληνική οικονομία και στην πλευρά της ζήτησης και στην πλευρά της προσφοράς. Οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης, δείχνουν βαθύτατη ύφεση για το 2020, ίσως και κοντά στο 10%, με γιγάντωση της ανεργίας. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσφατη ανακοίνωσή της για το νέο πρόγραμμα Ανάκαμψης, αναμένει ότι η Ελλάδα πιθανόν να έχει την χειρότερη οικονομική επίδοση των χωρών της ΟΝΕ.
Στις συνθήκες αυτές, η απλή οικονομική ανάλυση, αλλά και τα μέτρα που ήδη έχουν ήδη ληφθεί στις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ, στις ΗΠΑ στη Βρετανία, την Ιαπωνία και αλλού, δείχνουν ότι απαιτείται άμεση αντιστροφή πορείας που θα περιλαμβάνει:
Γενναία αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών για τη στήριξη της ζήτησης και κυρίως της απασχόλησης.
Πλήρη προστασία της εργασίας, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με ολική κρατική παρέμβαση και όχι απλώς με παροχή πιστώσεων και φορολογικές απαλλαγές για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Παρέμβαση στο πεδίο της προσφοράς για την τόνωση της παραγωγής με αλλαγή των όρων ιδιοκτησίας και διαχείρισης των παραγωγικών πόρων και ευρύτατο κύμα δημοσίων επενδύσεων.
Είναι φυσικά εκτός τόπου και χρόνου η οποιαδήποτε αναφορά στην προτεραιότητα των γνωστών «μεταρρυθμίσεων» και στην υποτιθέμενη ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η σκληρή πραγματικότητα του ελληνικού κράτους στις συνθήκες αυτές. Τον Μάιο οι ερευνητές του Ινστιτούτου Μπρίγκελ, ενός καθ’ όλα καθεστωτικού και απρόσβλητου από ριζοσπαστικές ασθένειες ιδρύματος στις Βρυξέλλες κατέγραψαν τα δημοσιονομικά μέτρα μιας σειράς χωρών εντός και εκτός της ΕΕ, όπου η Ελλάδα εμφανιζόταν ως ουραγός. Τα ακριβή ποσοστά δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθούν με πλήρη αξιοπιστία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά η εικόνα είναι καθαρή. Αντίστοιχης μετριότητας εικόνα, αλλά με σχετικά καλύτερες επιδόσεις για την κυβέρνηση της ΝΔ, μετέφεραν και άλλες μετρήσεις, όπως αυτή του ΔΝΤ και του, επίσης καθ’ όλα καθεστωτικού, ινστιτούτου CEPR.
Αυτό που είναι εμφανές από τις εν λόγω μετρήσεις είναι ότι η λιτότητα έχει παρέλθει για τα καλά στην ΕΕ, στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, και αλλού, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο σε κάθε χώρα. Εξέχουσα θέση στις δημοσιονομικές δαπάνες έχει η Γερμανία και δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν τελικά παρουσιάσει την μικρότερη ύφεση της ΕΕ για το 2020. Ακριβώς για τον λόγο αυτό έχει μεγάλη σημασία ότι η Ελλάδα είναι δημοσιονομικός ουραγός. Εξέλιπε βέβαια η θεοπάλαβη απαίτηση των δανειστών να εξασφαλίζει η χώρα μας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, αλλά η δημοσιονομική διαχείριση της ΝΔ παραμένει σφιχτή. Πρόκειται για πολιτική τελείως κάτω των περιστάσεων δεδομένου ότι η Ελλάδα αναμένεται να δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα από τον κορωνοϊό στην ΕΕ.
Ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του βομβαρδίζουν συνεχώς τον ελληνικό λαό με αριθμούς και πληροφορίες για τη στιβαρότητά τους, τη γενναιοδωρία τους και την εξαιρετική επίδοση της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της κρίσης. Οι πολλοί αριθμοί, ως γνωστόν, συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Η ΝΔ στην πράξη εμφορείται ακόμη από τη λογική της κρίσης του χρέους και του ευρώ της προηγούμενης δεκαετίας: Δεν πρέπει να μας ξεφύγουν οι δαπάνες, δεν πρέπει να αναγκαστούμε να δανειστούμε, ας είμαστε μετρημένοι, δεν θέλουμε ξανά Μνημόνια και εποπτεία.
Για την προβληματική αυτή κατάσταση ευθύνεται εν μέρει η ιδεολογική αδράνεια που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης. Το πολιτικό στρώμα που κυβερνά σφραγίστηκε από εκείνη την κρίση και συνεχίζει να πιστεύει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα Μνημόνια, η άρνηση των αγορών να απορροφήσουν τα ελληνικά χρεόγραφα και η λιτότητα που μπορεί να επιβάλλουν οι δανειστές. Δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση του τι επιτελείται στην παγκόσμια οικονομία. Η ίδια κατάσταση παρατηρείται και σε ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που χτυπήθηκαν βαριά από την προηγούμενη κρίση και πιστεύουν ότι το δημόσιο χρέος είναι θανάσιμος κίνδυνος για την χώρα.
Πρόκειται για καταστροφική αντίληψη που ίσως δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην ασθενική ελληνική οικονομία. Αν συνεχιστεί η σφιχτή και κάτω των περιστάσεων δημοσιονομική πολιτική, τότε όντως υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του ΑΕΠ, συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναμικού και κυρίως της εργασίας, και πλήρης αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους σε βάθος χρόνου. Το άμεσο ζητούμενο για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή είναι η γενναία στήριξη της ζήτησης και η αναδιάρθρωση της προσφοράς μέσω της κρατικής παρέμβασης. Αυτό το έχει αντιληφθεί ή Γερμανία και άλλες μεγάλες χώρες, αλλά όχι η δικιά μας.
Η μεταμόρφωση της ΟΝΕ
Η βαθιά προβληματική στρατηγική της Ελλάδας απέναντι στη κρίση του κορωνοϊού είναι μια ακόμη απόδειξη του ιστορικού κόστους από τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες χώρες της Περιφέρειας του Νότου, δηλαδή της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και βέβαια της Ιταλίας, που αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες στην τόνωση της ζήτησης μέσω δαπανών που απαιτούν άμεση εκταμίευση και όχι απλώς μετάθεση φορολογικών υποχρεώσεων, κ.λπ. Χτυπημένες βαρύτατα από τον ιό – ιδίως η Ιταλία και η Ισπανία – και μέσα στο εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο του ευρώ που έχει καθηλώσει τις οικονομίες τους σε αντιαναπτυξιακή πορεία, δεν έχουν την δυνατότητα να πάρουν τα μέτρα που χρειάζονται. Δεν ισχύει το ίδιο φυσικά για τη Γερμανία και άλλες χώρες του κέντρου.
Η αδυναμία της περιφέρειας γρήγορα δημιούργησε εκρηκτικές συνθήκες, απειλώντας την ίδια την ύπαρξη της ΟΝΕ. Η αντίδραση των κυρίαρχων χωρών ήταν καταλυτική, ουσιαστικά μεταβάλλοντας την ίδια τη λειτουργία της νομισματικής ένωσης. Για να γίνω σαφέστερος, μετά την έκρηξη της κρίσης η ΕΕ προχώρησε εσπευσμένα σε αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή του δημοσιονομικού πλαισίου του ευρώ. Με το καίριο αυτό βήμα, η λιτότητα εξέλιπε.
Προχώρησε επίσης σε άρση των περιορισμών για τη στήριξη και βοήθεια προς τη βιομηχανία, κάτι για το οποίο σχεδόν τίποτε δεν ακούγεται στη χώρα μας. Τέθηκε σε αναστολή το εξαιρετικά περιοριστικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που υποτίθεται ότι ρύθμιζε τον ανταγωνισμό εντός της ΟΝΕ και ουσιαστικά απαγόρευε στις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν για να στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή. Από την έναρξη της κρίσης έχουν εγκριθεί μέτρα στήριξης ύψους 1,9 τρις ευρώ, όπου τον πρώτο λόγο έχει και πάλι η Γερμανία με συνολικά μέτρα 1 τρις. Ακολουθεί η Γαλλία με περίπου 320 δις και μετά η Ιταλία με 300 δις. Οι υπόλοιπες χώρες μοιράζονται τα ψίχουλα που απομένουν.
Παράλληλα η ΕΚΤ προχώρησε στη διαμόρφωση Προγράμματος Πανδημίας ύψους 750 δις το οποίο επιτρέπει την αγορά ομολόγων σε αναλογία που δεν σχετίζεται με το «κεφαλαιακό κλειδί» της κάθε χώρας, δηλαδή με σχετική ελευθερία. Συνολικά η ΕΚΤ έχει διαθέσει περίπου 850 δις για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας, βήμα εξαιρετικά σημαντικό για την έμμεση στήριξη των δημοσιονομικών δαπανών και ακόμη σημαντικότερο για τη στήριξη των τραπεζών της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες έχουν έτσι τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν απαραίτητη ρευστότητα. Στην πράξη το πλαίσιο λειτουργίας της ΕΚΤ χαλάρωσε ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση που είχε ήδη διαμορφώσει ο Μάριο Ντράγκι κατά τη διάρκεια της θητείας του, παραμερίζοντας τους ιδρυτικούς κανόνες της τράπεζας μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Αυτό που αρχικά αρνήθηκε να κάνει η ΕΕ (στην ουσία η ΟΝΕ) ήταν να δημιουργήσει μηχανισμούς κοινής δημοσιονομικής παρέμβασης και παροχής κονδυλίων προς τις χώρες που χτυπήθηκαν πιο βαριά από τον κορωνοϊό, δηλαδή τα κράτη της περιφέρειας του Νότου. Η άρνηση των χωρών του Βορρά ήταν πεισματική, δημιουργώντας αφόρητη πίεση στις χώρες του Νότου, καθώς η επέκταση των δημοσιονομικών δαπανών – ιδιαίτερα αυτών που απαιτούν άμεση εκταμίευση – αναπόφευκτα ωθεί σε διόγκωση του δημόσιου χρέους και άρα ανάγκη δανεισμού στις ανοιχτές αγορές. Οι πιέσεις στο εσωτερικό της ΟΝΕ, ειδικά στην Ιταλία, έγιναν τόσο έντονες που απειλούσαν πλέον με διάλυση.
Τα πράγματα έγιναν εκρηκτικά μετά την πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να αμφισβητήσει τη νομική επάρκεια των δράσεων της ΕΚΤ κατά την κρίση της Ευρωζώνης το 2010-13, όταν η τράπεζα είχε και πάλι σχετικά ελεύθερα παραχωρήσει ρευστότητα. Στην πράξη το δικαστήριο αμφισβήτησε την επάρκεια του τωρινού Προγράμματος Πανδημίας, άρα τη δυνατότητα της ΕΚΤ να πάρει τα μέτρα που απαιτούνται.
Δεν είναι ξεκάθαρο που και πως θα καταλήξει η νομική διαμάχη, αλλά είναι αναμφίβολο ότι το Γερμανικό Δικαστήριο έριξε βόμβα στα θεμέλια της ΟΝΕ, που έτσι κι αλλιώς έτριζαν. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης ανάγκασε τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας να προτείνουν εσπευσμένα τη διαμόρφωση κοινού δημοσιονομικού ταμείου υπό την διαχείριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κίνησή τους άνοιξε το δρόμο για την πρόταση προγράμματος Ανάκαμψης τον Μάιο καταδεικνύοντας το πως θα εξελιχθεί η ΟΝΕ.
Η πρόταση της Επιτροπής
Πολύ συνοπτικά, η πρόταση της Επιτροπής είναι να δημιουργηθεί ένα Ταμείο Ανάκαμψης που θα έχει στη διάθεσή του 310 δις για χορηγίες και 250 δις για παροχή δανείων την περίοδο 2021-2024. Στο ποσό αυτό θα προστεθούν και άλλα 190 δις μέσω ενός πλήθους μηχανισμών και επιμέρους ταμείων της ΕΕ, μερικά από τα οποία θα κάνουν χορηγίες και άλλα θα δίνουν δάνεια. Το συνολικό ποσό θα φτάσει έτσι τα 750 δις, αλλά πρόκειται για καθαρή προπαγανδιστική υπερβολή ότι τα 500 δις θα είναι χορηγίες και τα υπόλοιπα 250 δάνεια. Στην πραγματικότητα το κύριο όπλο θα είναι τα 310 δις των χορηγιών και τα 250 δις των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα διατεθούν ισόποσα την τετραετία 2021-24. Είναι πιθανό οι συνολικές χορηγίες να μην ξεπεράσουν τα 400 δις, ενώ δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο με ποιους όρους θα δοθούν τα δάνεια.
Η χρηματοδότηση του συνολικού προγράμματος θα γίνει μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ και για τον σκοπό αυτό θα αυξηθεί η ετήσια συμμετοχή όλων των κρατών-μελών κατά 0.6% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ, δηλαδή κατά περίπου 95 δις. Αυτά είναι και το μόνα «πραγματικά» χρήματα που θα απαιτηθούν από τα κράτη-μέλη. Στη βάση αυτή η Επιτροπή θα προχωρήσει σε δανεισμό στις ανοιχτές αγορές ώστε να φτάσει το συνολικό ποσό των 750 δις. Τα δάνεια θα αποπληρώνονται μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ για 30 χρόνια μετά το 2028.
Πρόκειται για το γνωστό τρικ της περιόδου Γιουνκέρ, όταν ένα σχετικά μικρό ποσό «πραγματικού» χρήματος φαινόταν να μετατρέπεται σε πακτωλό μέσω μόχλευσης στις ανοιχτές αγορές, δημιουργώντας την εικόνα γενναιόδωρης και μεγάλης παρέμβασης. Στην πράξη η παρέμβαση είναι σχετικά περιορισμένη και σίγουρα φτωχότερη από την κρατική παρέμβαση στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Βρετανία.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι είναι θεσμικά και πολιτικά σημαντική για την ΕΕ διότι ανοίγει δρόμο για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και για μια μορφή κοινού δανεισμού, έστω και μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς από πλευράς Ευρωπαϊστών κάθε μορφής. Καλό θα είναι να προσέξουν λίγο περισσότερο όμως γιατί αυτό που συμβαίνει δεν είναι καθόλου η μετάβαση που ονειρεύονται σε μια πιο ομοσπονδιακή ΕΕ. Το αντίθετο μάλιστα.
Οι δράσεις της ΕΕ μετά τον κορωνοϊό έχουν πλέον αφαιρέσει κάθε ίχνος σταθερού θεσμικού και νομικού πλαισίου για τη λειτουργία της ΟΝΕ: Έχει αρθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν ισχύει το νομικό πλαίσιο κρατικής βοήθειας, δεν υπάρχει περιορισμός στην παροχή ρευστότητας της ΕΚΤ και πλέον δεν υπάρχει και πλαίσιο για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και από κοινού δανεισμό. Στην πράξη η ΟΝΕ έχει πλήρως μετατραπεί από ένα νομισματικό μηχανισμό που λειτουργεί στη βάση κανόνων, σε ένα μηχανισμό που λειτουργεί στη βάση της διακριτικής ευχέρειας των μελών του. Οι ωφελημένοι από αυτή τη διαδικασία δεν θα είναι καθόλου οι πλέον αδύναμοι, αλλά οι ισχυρότεροι και πρώτη από όλους η Γερμανία.
Ο κορωνοϊός έθεσε την γερμανική ελίτ μπροστά σε σκληρότατο δίλημμα. Οι πιέσεις για την χαλάρωση του πλαισίου της ΟΝΕ ήταν ισχυρότατες, καθώς ορθώθηκε η απειλή της διάλυσης. Αλλά η χαλάρωση του πλαισίου αντιβαίνει πλήρως την ιστορική ιδεολογία της γερμανικής αστικής τάξης, τον περιβόητο ορντολιμπεραλισμό, δηλαδή την αντίληψη ότι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη λειτουργία της αγοράς είναι η ύπαρξη αυστηρών κανόνων. Ακριβώς για τον λόγο αυτό αντέδρασε και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, που είναι κατά παράδοση υπέρμαχος του ορντολιμπεραλισμού. Η απόφασή του κατατρόμαξε το γερμανικό εξαγωγικό βιομηχανικό κεφάλαιο, που είναι ο μεγάλος κερδισμένος από την ΟΝΕ, γιατί πλέον απειλούνταν ευθέως οι αγορές του. Ο ορντολιμπεραλισμός παραμερίστηκε πλήρως μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της ΟΝΕ και η γερμανική κυβέρνηση άνοιξε το δρόμο για την πρόταση της Επιτροπής.
Οι αέναες ελληνικές αυταπάτες
Η ΟΝΕ περνάει πλέον σε νέα φάση λειτουργίας όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται μετά από διαπραγματεύσεις χωρίς σαφές πλαίσιο. Θα κυριαρχήσει ακόμη περισσότερο ο ισχυρότερος, προασπίζοντας τα συμφέροντά του. Όταν και εάν κρίνεται απαραίτητο θα υπάρχουν και ad hoc δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, ώστε να αποφεύγεται η κατάρρευση. Το κριτήριο θα είναι «η μικρότερη μεταβίβαση με τον μεγαλύτερο προπαγανδιστικό θόρυβο». Αυτό χαρακτηρίζει και το πρόσφατο πρόγραμμα Ανάκαμψης της Επιτροπής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η τεχνική έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι οι μεταβιβάσεις θα είναι τελικά ευεργετικές για το ΑΕΠ των χωρών που παρέχουν τα κονδύλια γιατί έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές τους. Κυνικότερη παραδοχή της βαθύτερης πραγματικότητας δύσκολα θα φανταζόταν κανείς.
Για την Ελλάδα το μαχαίρι έχει ήδη χτυπήσει το κόκκαλο. Η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης μέχρι τώρα έγινε με επιτυχία, εν μέρει λόγω των αυστηρότατων μέτρων και εν μέρει από καλή τύχη. Καθώς όμως περιοριζόταν ο υγειονομικός κίνδυνος, μεγάλωνε ο οικονομικός. Τα μέτρα της κυβέρνησης είναι παντελώς ανεπαρκή και το φάσμα του ολέθρου στην απασχόληση, το εισόδημα και την παραγωγή διαγράφεται πεντακάθαρα.
Οι πόροι που θα διατεθούν στη χώρα μας μέσω του προγράμματος της Επιτροπής δεν είναι καθόλου ο πακτωλός που ονειρεύονται οι εγχώριοι Ευρωπαϊστές. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δικαιούται το 5,8% από τα 310 δις των χορηγιών για το 2021-24, δηλαδή ένα σύνολο 18 δις, ή 4,5 δις τον χρόνο. Από τα υπόλοιπα πιθανόν να λάβει κάτι παραπάνω από 1 δις το χρόνο ως επιπλέον χορηγίες και ίσως άλλα 5 δις ετησίως με τη μορφή δανείων, αν το θελήσει.
Για να έχει δικαίωμα να λάβει τα κονδύλια αυτά (χορηγίες και δάνεια) η Ελλάδα θα πρέπει να συνεισφέρει περίπου 2,5 δις το χρόνο στο πρόγραμμα. Συνεπώς οι καθαρές εισροές θα είναι σαφώς μικρότερες και πιο συγκεκριμένα οι καθαρές χορηγίες θα κυμαίνονται από 2 δις μέχρι 3 δις το χρόνο, δηλαδή θα είναι περίπου 1,5%, ή ίσως λίγο παραπάνω, του ελληνικού ΑΕΠ για τέσσερα χρόνια. Δεν είναι αμελητέο ποσό, αλλά δεν πρόκειται επ’ ουδενί για βροχή χρήματος και δεν πρόκειται να αλλάξει τα αμείλικτα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας μέσα στην παγίδα της ΟΝΕ. Στην ουσία πρόκειται για υποχώρηση των ισχυρών, οι οποίοι παρέχουν κάποια ψίχουλα μπροστά στην απειλή της κατάρρευσης ενός οικοδομήματος που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, πάντα με την προοπτική να αυξήσουν τις εξαγωγές τους.
Καταλήγοντας, το χρέος και η πειθαρχική συμπεριφορά εντός της ΕΕ δεν είναι το καίριο ζητούμενο για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή. Απαιτείται ταχύτατη αλλαγή πορείας με γενναία δημοσιονομική παρέμβαση, άμεση στήριξη της ιδιωτικής απασχόλησης, κύμα δημοσίων επενδύσεων, πρόγραμμα δημόσιας απασχόλησης και κυρίως παρέμβαση στην παραγωγή ώστε επιτέλους να γίνει η παραγωγική αναδιάρθρωση που έχει απόλυτη ανάγκη η οικονομία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία απλώς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια κρίση τέτοιου μεγέθους.
Η Ελλάδα παραμένει μέσα στην παγίδα του ευρώ, όπως και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου, αλλά το ευρώ ήδη εξελίσσεται σε νόμισμα χωρίς αυστηρό θεσμικό πλαίσιο. Τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ λαμβάνουν μέτρα που θα ήταν αδιανόητα πριν λίγους μήνες. Είναι απολύτως παράλογο για την Ελλάδα να προσπαθεί να φαίνεται πειθαρχημένη και μετρημένη. Το ελληνικό κράτος οφείλει να αξιοποιήσει οποιαδήποτε ποσά δοθούν από την ΕΕ, αλλά πάνω απ’ όλα να κάνει τις απαραίτητες δαπάνες και παρεμβάσεις στην παραγωγή. Αν χρειαστεί ας προχωρήσει σε δανεισμό και ας φροντίσει να λάβει μέτρα κινητοποιώντας μονομερώς τις ελληνικές τράπεζες. Επείγει να αποφύγουμε την καταστροφή που ήδη εμφανίζεται προστατεύοντας την εργασία και την παραγωγή. Όταν περάσει η καταιγίδα θα τακτοποιήσουμε όλους τους λογαριασμούς.
*Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι πρώην Βουλευτής Ημαθίας, οικονομολόγος, καθηγητής της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πολιτικός.
αντιμετώπισης οικονομικών κρίσεων που να χαρακτηρίζονται από γενναιότητα. Έχουμε όμως πλήθος συντηρητικών οικονομολόγων, καθώς και μια κυβέρνηση της ΝΔ που αποδεικνύεται κάτω των περιστάσεων. Κατά την κυβέρνηση η ελληνική οικονομία ήταν έτοιμη για το μεγάλο αναπτυξιακό άλμα στις αρχές του 2020, αλλά δυστυχώς προέκυψε η πανδημία. Πρόκειται για τελείως αβάσιμο ισχυρισμό. Απεναντίας, η οικονομία ήταν βαθιά εξασθενημένη από μια δεκαετία κρίσης και – κυρίως – μνημονίων. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το τέλος του 2019 και τις αρχές του 2020 δείχνουν, χωρίς εξαίρεση, παρατεταμένη αδυναμία στις εξαγωγές, στη βιομηχανική παραγωγή, στη λιανική ζήτηση, στην απασχόληση κ.ο.κ. Δεν υπήρχε απολύτως κανένα «ελατήριο» έτοιμο να εκτιναχθεί.
Η πανδημία έδωσε ένα θανάσιμο χτύπημα στην ασθενική ελληνική οικονομία και στην πλευρά της ζήτησης και στην πλευρά της προσφοράς. Οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης, δείχνουν βαθύτατη ύφεση για το 2020, ίσως και κοντά στο 10%, με γιγάντωση της ανεργίας. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσφατη ανακοίνωσή της για το νέο πρόγραμμα Ανάκαμψης, αναμένει ότι η Ελλάδα πιθανόν να έχει την χειρότερη οικονομική επίδοση των χωρών της ΟΝΕ.
Στις συνθήκες αυτές, η απλή οικονομική ανάλυση, αλλά και τα μέτρα που ήδη έχουν ήδη ληφθεί στις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ, στις ΗΠΑ στη Βρετανία, την Ιαπωνία και αλλού, δείχνουν ότι απαιτείται άμεση αντιστροφή πορείας που θα περιλαμβάνει:
Γενναία αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών για τη στήριξη της ζήτησης και κυρίως της απασχόλησης.
Πλήρη προστασία της εργασίας, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με ολική κρατική παρέμβαση και όχι απλώς με παροχή πιστώσεων και φορολογικές απαλλαγές για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Παρέμβαση στο πεδίο της προσφοράς για την τόνωση της παραγωγής με αλλαγή των όρων ιδιοκτησίας και διαχείρισης των παραγωγικών πόρων και ευρύτατο κύμα δημοσίων επενδύσεων.
Είναι φυσικά εκτός τόπου και χρόνου η οποιαδήποτε αναφορά στην προτεραιότητα των γνωστών «μεταρρυθμίσεων» και στην υποτιθέμενη ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η σκληρή πραγματικότητα του ελληνικού κράτους στις συνθήκες αυτές. Τον Μάιο οι ερευνητές του Ινστιτούτου Μπρίγκελ, ενός καθ’ όλα καθεστωτικού και απρόσβλητου από ριζοσπαστικές ασθένειες ιδρύματος στις Βρυξέλλες κατέγραψαν τα δημοσιονομικά μέτρα μιας σειράς χωρών εντός και εκτός της ΕΕ, όπου η Ελλάδα εμφανιζόταν ως ουραγός. Τα ακριβή ποσοστά δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθούν με πλήρη αξιοπιστία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά η εικόνα είναι καθαρή. Αντίστοιχης μετριότητας εικόνα, αλλά με σχετικά καλύτερες επιδόσεις για την κυβέρνηση της ΝΔ, μετέφεραν και άλλες μετρήσεις, όπως αυτή του ΔΝΤ και του, επίσης καθ’ όλα καθεστωτικού, ινστιτούτου CEPR.
Αυτό που είναι εμφανές από τις εν λόγω μετρήσεις είναι ότι η λιτότητα έχει παρέλθει για τα καλά στην ΕΕ, στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, και αλλού, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο σε κάθε χώρα. Εξέχουσα θέση στις δημοσιονομικές δαπάνες έχει η Γερμανία και δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν τελικά παρουσιάσει την μικρότερη ύφεση της ΕΕ για το 2020. Ακριβώς για τον λόγο αυτό έχει μεγάλη σημασία ότι η Ελλάδα είναι δημοσιονομικός ουραγός. Εξέλιπε βέβαια η θεοπάλαβη απαίτηση των δανειστών να εξασφαλίζει η χώρα μας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, αλλά η δημοσιονομική διαχείριση της ΝΔ παραμένει σφιχτή. Πρόκειται για πολιτική τελείως κάτω των περιστάσεων δεδομένου ότι η Ελλάδα αναμένεται να δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα από τον κορωνοϊό στην ΕΕ.
Ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του βομβαρδίζουν συνεχώς τον ελληνικό λαό με αριθμούς και πληροφορίες για τη στιβαρότητά τους, τη γενναιοδωρία τους και την εξαιρετική επίδοση της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της κρίσης. Οι πολλοί αριθμοί, ως γνωστόν, συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Η ΝΔ στην πράξη εμφορείται ακόμη από τη λογική της κρίσης του χρέους και του ευρώ της προηγούμενης δεκαετίας: Δεν πρέπει να μας ξεφύγουν οι δαπάνες, δεν πρέπει να αναγκαστούμε να δανειστούμε, ας είμαστε μετρημένοι, δεν θέλουμε ξανά Μνημόνια και εποπτεία.
Για την προβληματική αυτή κατάσταση ευθύνεται εν μέρει η ιδεολογική αδράνεια που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης. Το πολιτικό στρώμα που κυβερνά σφραγίστηκε από εκείνη την κρίση και συνεχίζει να πιστεύει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα Μνημόνια, η άρνηση των αγορών να απορροφήσουν τα ελληνικά χρεόγραφα και η λιτότητα που μπορεί να επιβάλλουν οι δανειστές. Δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση του τι επιτελείται στην παγκόσμια οικονομία. Η ίδια κατάσταση παρατηρείται και σε ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που χτυπήθηκαν βαριά από την προηγούμενη κρίση και πιστεύουν ότι το δημόσιο χρέος είναι θανάσιμος κίνδυνος για την χώρα.
Πρόκειται για καταστροφική αντίληψη που ίσως δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην ασθενική ελληνική οικονομία. Αν συνεχιστεί η σφιχτή και κάτω των περιστάσεων δημοσιονομική πολιτική, τότε όντως υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του ΑΕΠ, συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναμικού και κυρίως της εργασίας, και πλήρης αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους σε βάθος χρόνου. Το άμεσο ζητούμενο για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή είναι η γενναία στήριξη της ζήτησης και η αναδιάρθρωση της προσφοράς μέσω της κρατικής παρέμβασης. Αυτό το έχει αντιληφθεί ή Γερμανία και άλλες μεγάλες χώρες, αλλά όχι η δικιά μας.
Η μεταμόρφωση της ΟΝΕ
Η βαθιά προβληματική στρατηγική της Ελλάδας απέναντι στη κρίση του κορωνοϊού είναι μια ακόμη απόδειξη του ιστορικού κόστους από τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες χώρες της Περιφέρειας του Νότου, δηλαδή της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και βέβαια της Ιταλίας, που αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες στην τόνωση της ζήτησης μέσω δαπανών που απαιτούν άμεση εκταμίευση και όχι απλώς μετάθεση φορολογικών υποχρεώσεων, κ.λπ. Χτυπημένες βαρύτατα από τον ιό – ιδίως η Ιταλία και η Ισπανία – και μέσα στο εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο του ευρώ που έχει καθηλώσει τις οικονομίες τους σε αντιαναπτυξιακή πορεία, δεν έχουν την δυνατότητα να πάρουν τα μέτρα που χρειάζονται. Δεν ισχύει το ίδιο φυσικά για τη Γερμανία και άλλες χώρες του κέντρου.
Η αδυναμία της περιφέρειας γρήγορα δημιούργησε εκρηκτικές συνθήκες, απειλώντας την ίδια την ύπαρξη της ΟΝΕ. Η αντίδραση των κυρίαρχων χωρών ήταν καταλυτική, ουσιαστικά μεταβάλλοντας την ίδια τη λειτουργία της νομισματικής ένωσης. Για να γίνω σαφέστερος, μετά την έκρηξη της κρίσης η ΕΕ προχώρησε εσπευσμένα σε αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή του δημοσιονομικού πλαισίου του ευρώ. Με το καίριο αυτό βήμα, η λιτότητα εξέλιπε.
Προχώρησε επίσης σε άρση των περιορισμών για τη στήριξη και βοήθεια προς τη βιομηχανία, κάτι για το οποίο σχεδόν τίποτε δεν ακούγεται στη χώρα μας. Τέθηκε σε αναστολή το εξαιρετικά περιοριστικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που υποτίθεται ότι ρύθμιζε τον ανταγωνισμό εντός της ΟΝΕ και ουσιαστικά απαγόρευε στις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν για να στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή. Από την έναρξη της κρίσης έχουν εγκριθεί μέτρα στήριξης ύψους 1,9 τρις ευρώ, όπου τον πρώτο λόγο έχει και πάλι η Γερμανία με συνολικά μέτρα 1 τρις. Ακολουθεί η Γαλλία με περίπου 320 δις και μετά η Ιταλία με 300 δις. Οι υπόλοιπες χώρες μοιράζονται τα ψίχουλα που απομένουν.
Παράλληλα η ΕΚΤ προχώρησε στη διαμόρφωση Προγράμματος Πανδημίας ύψους 750 δις το οποίο επιτρέπει την αγορά ομολόγων σε αναλογία που δεν σχετίζεται με το «κεφαλαιακό κλειδί» της κάθε χώρας, δηλαδή με σχετική ελευθερία. Συνολικά η ΕΚΤ έχει διαθέσει περίπου 850 δις για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας, βήμα εξαιρετικά σημαντικό για την έμμεση στήριξη των δημοσιονομικών δαπανών και ακόμη σημαντικότερο για τη στήριξη των τραπεζών της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες έχουν έτσι τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν απαραίτητη ρευστότητα. Στην πράξη το πλαίσιο λειτουργίας της ΕΚΤ χαλάρωσε ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση που είχε ήδη διαμορφώσει ο Μάριο Ντράγκι κατά τη διάρκεια της θητείας του, παραμερίζοντας τους ιδρυτικούς κανόνες της τράπεζας μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Αυτό που αρχικά αρνήθηκε να κάνει η ΕΕ (στην ουσία η ΟΝΕ) ήταν να δημιουργήσει μηχανισμούς κοινής δημοσιονομικής παρέμβασης και παροχής κονδυλίων προς τις χώρες που χτυπήθηκαν πιο βαριά από τον κορωνοϊό, δηλαδή τα κράτη της περιφέρειας του Νότου. Η άρνηση των χωρών του Βορρά ήταν πεισματική, δημιουργώντας αφόρητη πίεση στις χώρες του Νότου, καθώς η επέκταση των δημοσιονομικών δαπανών – ιδιαίτερα αυτών που απαιτούν άμεση εκταμίευση – αναπόφευκτα ωθεί σε διόγκωση του δημόσιου χρέους και άρα ανάγκη δανεισμού στις ανοιχτές αγορές. Οι πιέσεις στο εσωτερικό της ΟΝΕ, ειδικά στην Ιταλία, έγιναν τόσο έντονες που απειλούσαν πλέον με διάλυση.
Τα πράγματα έγιναν εκρηκτικά μετά την πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να αμφισβητήσει τη νομική επάρκεια των δράσεων της ΕΚΤ κατά την κρίση της Ευρωζώνης το 2010-13, όταν η τράπεζα είχε και πάλι σχετικά ελεύθερα παραχωρήσει ρευστότητα. Στην πράξη το δικαστήριο αμφισβήτησε την επάρκεια του τωρινού Προγράμματος Πανδημίας, άρα τη δυνατότητα της ΕΚΤ να πάρει τα μέτρα που απαιτούνται.
Δεν είναι ξεκάθαρο που και πως θα καταλήξει η νομική διαμάχη, αλλά είναι αναμφίβολο ότι το Γερμανικό Δικαστήριο έριξε βόμβα στα θεμέλια της ΟΝΕ, που έτσι κι αλλιώς έτριζαν. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης ανάγκασε τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας να προτείνουν εσπευσμένα τη διαμόρφωση κοινού δημοσιονομικού ταμείου υπό την διαχείριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κίνησή τους άνοιξε το δρόμο για την πρόταση προγράμματος Ανάκαμψης τον Μάιο καταδεικνύοντας το πως θα εξελιχθεί η ΟΝΕ.
Η πρόταση της Επιτροπής
Πολύ συνοπτικά, η πρόταση της Επιτροπής είναι να δημιουργηθεί ένα Ταμείο Ανάκαμψης που θα έχει στη διάθεσή του 310 δις για χορηγίες και 250 δις για παροχή δανείων την περίοδο 2021-2024. Στο ποσό αυτό θα προστεθούν και άλλα 190 δις μέσω ενός πλήθους μηχανισμών και επιμέρους ταμείων της ΕΕ, μερικά από τα οποία θα κάνουν χορηγίες και άλλα θα δίνουν δάνεια. Το συνολικό ποσό θα φτάσει έτσι τα 750 δις, αλλά πρόκειται για καθαρή προπαγανδιστική υπερβολή ότι τα 500 δις θα είναι χορηγίες και τα υπόλοιπα 250 δάνεια. Στην πραγματικότητα το κύριο όπλο θα είναι τα 310 δις των χορηγιών και τα 250 δις των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα διατεθούν ισόποσα την τετραετία 2021-24. Είναι πιθανό οι συνολικές χορηγίες να μην ξεπεράσουν τα 400 δις, ενώ δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο με ποιους όρους θα δοθούν τα δάνεια.
Η χρηματοδότηση του συνολικού προγράμματος θα γίνει μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ και για τον σκοπό αυτό θα αυξηθεί η ετήσια συμμετοχή όλων των κρατών-μελών κατά 0.6% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ, δηλαδή κατά περίπου 95 δις. Αυτά είναι και το μόνα «πραγματικά» χρήματα που θα απαιτηθούν από τα κράτη-μέλη. Στη βάση αυτή η Επιτροπή θα προχωρήσει σε δανεισμό στις ανοιχτές αγορές ώστε να φτάσει το συνολικό ποσό των 750 δις. Τα δάνεια θα αποπληρώνονται μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ για 30 χρόνια μετά το 2028.
Πρόκειται για το γνωστό τρικ της περιόδου Γιουνκέρ, όταν ένα σχετικά μικρό ποσό «πραγματικού» χρήματος φαινόταν να μετατρέπεται σε πακτωλό μέσω μόχλευσης στις ανοιχτές αγορές, δημιουργώντας την εικόνα γενναιόδωρης και μεγάλης παρέμβασης. Στην πράξη η παρέμβαση είναι σχετικά περιορισμένη και σίγουρα φτωχότερη από την κρατική παρέμβαση στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Βρετανία.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι είναι θεσμικά και πολιτικά σημαντική για την ΕΕ διότι ανοίγει δρόμο για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και για μια μορφή κοινού δανεισμού, έστω και μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς από πλευράς Ευρωπαϊστών κάθε μορφής. Καλό θα είναι να προσέξουν λίγο περισσότερο όμως γιατί αυτό που συμβαίνει δεν είναι καθόλου η μετάβαση που ονειρεύονται σε μια πιο ομοσπονδιακή ΕΕ. Το αντίθετο μάλιστα.
Οι δράσεις της ΕΕ μετά τον κορωνοϊό έχουν πλέον αφαιρέσει κάθε ίχνος σταθερού θεσμικού και νομικού πλαισίου για τη λειτουργία της ΟΝΕ: Έχει αρθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν ισχύει το νομικό πλαίσιο κρατικής βοήθειας, δεν υπάρχει περιορισμός στην παροχή ρευστότητας της ΕΚΤ και πλέον δεν υπάρχει και πλαίσιο για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και από κοινού δανεισμό. Στην πράξη η ΟΝΕ έχει πλήρως μετατραπεί από ένα νομισματικό μηχανισμό που λειτουργεί στη βάση κανόνων, σε ένα μηχανισμό που λειτουργεί στη βάση της διακριτικής ευχέρειας των μελών του. Οι ωφελημένοι από αυτή τη διαδικασία δεν θα είναι καθόλου οι πλέον αδύναμοι, αλλά οι ισχυρότεροι και πρώτη από όλους η Γερμανία.
Ο κορωνοϊός έθεσε την γερμανική ελίτ μπροστά σε σκληρότατο δίλημμα. Οι πιέσεις για την χαλάρωση του πλαισίου της ΟΝΕ ήταν ισχυρότατες, καθώς ορθώθηκε η απειλή της διάλυσης. Αλλά η χαλάρωση του πλαισίου αντιβαίνει πλήρως την ιστορική ιδεολογία της γερμανικής αστικής τάξης, τον περιβόητο ορντολιμπεραλισμό, δηλαδή την αντίληψη ότι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη λειτουργία της αγοράς είναι η ύπαρξη αυστηρών κανόνων. Ακριβώς για τον λόγο αυτό αντέδρασε και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, που είναι κατά παράδοση υπέρμαχος του ορντολιμπεραλισμού. Η απόφασή του κατατρόμαξε το γερμανικό εξαγωγικό βιομηχανικό κεφάλαιο, που είναι ο μεγάλος κερδισμένος από την ΟΝΕ, γιατί πλέον απειλούνταν ευθέως οι αγορές του. Ο ορντολιμπεραλισμός παραμερίστηκε πλήρως μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της ΟΝΕ και η γερμανική κυβέρνηση άνοιξε το δρόμο για την πρόταση της Επιτροπής.
Οι αέναες ελληνικές αυταπάτες
Η ΟΝΕ περνάει πλέον σε νέα φάση λειτουργίας όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται μετά από διαπραγματεύσεις χωρίς σαφές πλαίσιο. Θα κυριαρχήσει ακόμη περισσότερο ο ισχυρότερος, προασπίζοντας τα συμφέροντά του. Όταν και εάν κρίνεται απαραίτητο θα υπάρχουν και ad hoc δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, ώστε να αποφεύγεται η κατάρρευση. Το κριτήριο θα είναι «η μικρότερη μεταβίβαση με τον μεγαλύτερο προπαγανδιστικό θόρυβο». Αυτό χαρακτηρίζει και το πρόσφατο πρόγραμμα Ανάκαμψης της Επιτροπής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η τεχνική έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι οι μεταβιβάσεις θα είναι τελικά ευεργετικές για το ΑΕΠ των χωρών που παρέχουν τα κονδύλια γιατί έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές τους. Κυνικότερη παραδοχή της βαθύτερης πραγματικότητας δύσκολα θα φανταζόταν κανείς.
Για την Ελλάδα το μαχαίρι έχει ήδη χτυπήσει το κόκκαλο. Η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης μέχρι τώρα έγινε με επιτυχία, εν μέρει λόγω των αυστηρότατων μέτρων και εν μέρει από καλή τύχη. Καθώς όμως περιοριζόταν ο υγειονομικός κίνδυνος, μεγάλωνε ο οικονομικός. Τα μέτρα της κυβέρνησης είναι παντελώς ανεπαρκή και το φάσμα του ολέθρου στην απασχόληση, το εισόδημα και την παραγωγή διαγράφεται πεντακάθαρα.
Οι πόροι που θα διατεθούν στη χώρα μας μέσω του προγράμματος της Επιτροπής δεν είναι καθόλου ο πακτωλός που ονειρεύονται οι εγχώριοι Ευρωπαϊστές. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δικαιούται το 5,8% από τα 310 δις των χορηγιών για το 2021-24, δηλαδή ένα σύνολο 18 δις, ή 4,5 δις τον χρόνο. Από τα υπόλοιπα πιθανόν να λάβει κάτι παραπάνω από 1 δις το χρόνο ως επιπλέον χορηγίες και ίσως άλλα 5 δις ετησίως με τη μορφή δανείων, αν το θελήσει.
Για να έχει δικαίωμα να λάβει τα κονδύλια αυτά (χορηγίες και δάνεια) η Ελλάδα θα πρέπει να συνεισφέρει περίπου 2,5 δις το χρόνο στο πρόγραμμα. Συνεπώς οι καθαρές εισροές θα είναι σαφώς μικρότερες και πιο συγκεκριμένα οι καθαρές χορηγίες θα κυμαίνονται από 2 δις μέχρι 3 δις το χρόνο, δηλαδή θα είναι περίπου 1,5%, ή ίσως λίγο παραπάνω, του ελληνικού ΑΕΠ για τέσσερα χρόνια. Δεν είναι αμελητέο ποσό, αλλά δεν πρόκειται επ’ ουδενί για βροχή χρήματος και δεν πρόκειται να αλλάξει τα αμείλικτα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας μέσα στην παγίδα της ΟΝΕ. Στην ουσία πρόκειται για υποχώρηση των ισχυρών, οι οποίοι παρέχουν κάποια ψίχουλα μπροστά στην απειλή της κατάρρευσης ενός οικοδομήματος που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, πάντα με την προοπτική να αυξήσουν τις εξαγωγές τους.
Καταλήγοντας, το χρέος και η πειθαρχική συμπεριφορά εντός της ΕΕ δεν είναι το καίριο ζητούμενο για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή. Απαιτείται ταχύτατη αλλαγή πορείας με γενναία δημοσιονομική παρέμβαση, άμεση στήριξη της ιδιωτικής απασχόλησης, κύμα δημοσίων επενδύσεων, πρόγραμμα δημόσιας απασχόλησης και κυρίως παρέμβαση στην παραγωγή ώστε επιτέλους να γίνει η παραγωγική αναδιάρθρωση που έχει απόλυτη ανάγκη η οικονομία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία απλώς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια κρίση τέτοιου μεγέθους.
Η Ελλάδα παραμένει μέσα στην παγίδα του ευρώ, όπως και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου, αλλά το ευρώ ήδη εξελίσσεται σε νόμισμα χωρίς αυστηρό θεσμικό πλαίσιο. Τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ λαμβάνουν μέτρα που θα ήταν αδιανόητα πριν λίγους μήνες. Είναι απολύτως παράλογο για την Ελλάδα να προσπαθεί να φαίνεται πειθαρχημένη και μετρημένη. Το ελληνικό κράτος οφείλει να αξιοποιήσει οποιαδήποτε ποσά δοθούν από την ΕΕ, αλλά πάνω απ’ όλα να κάνει τις απαραίτητες δαπάνες και παρεμβάσεις στην παραγωγή. Αν χρειαστεί ας προχωρήσει σε δανεισμό και ας φροντίσει να λάβει μέτρα κινητοποιώντας μονομερώς τις ελληνικές τράπεζες. Επείγει να αποφύγουμε την καταστροφή που ήδη εμφανίζεται προστατεύοντας την εργασία και την παραγωγή. Όταν περάσει η καταιγίδα θα τακτοποιήσουμε όλους τους λογαριασμούς.
*Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι πρώην Βουλευτής Ημαθίας, οικονομολόγος, καθηγητής της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πολιτικός.
Και μόνο το χρονικό περιθώριο του προγράμματος "Ταμείο Ανάκαμψης" το οποίο προσδιορίζεται από το 2021 μέχρι το 2024 δηλ. τέσσερα γεμάτα χρόνια, υποδουλώνει τη μίνιμουμ χρονική διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό σε απλά Ελληνικά σημαίνει ότι, για άλλα τέσσερα χρόνια θα μας τρομοκρατούν, θα κλείνουν συνεχώς επιχειρήσεις (κυρίως οι μικρές και μεσαίες) και θα αυξάνονται οι άνεργοι. Θα γίνει αναδιάταξη του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου και στην πατρίδα μας. Το μοντέλο αυτό (όπως όλα δείχνουν) δεν θα είναι φιλικό στις ατομικές επιχειρήσεις, αλλά στις εταιρείες και θα έχει σαφή προσανατολισμό στις ευ μεγέθους εταιρείες. Κοινώς "ο θάνατος του εμποράκου".
Ας κανονίσει "ο καθείς" την πορεία του.
"Καλό κουράγιο" όπως μας είπε και παλαιότερα κάποιος φίλος Ευρωπαίος και είχε απόλυτο δίκιο.
όπως βλέπεις κανείς δεν σχολιάζει το θέμα. Δεν θέλουν να δεχθούν αυτό που έρχεται. Δεν το πιστεύουν. Νομίζουν ότι κάτι θα γίνει και θα το αποφύγουν.
ΔιαγραφήΞέρουν όμως βαθιά μέσα τους, ότι κάπως έτσι είναι τα πράγματα.