Quantcast

http://picasion.com/

Αμάντα: Από τα πορνεία της Βέροιας, στις βιτρίνες του Άμστερναμ - Τι λέει για τους Βεροιώτες;

«Πιο χαλαροί οι άνθρωποι στη Βέροια και στη Νάουσα. Εκεί ο κόσμος είναι ζεστός, εξοικειωμένος και εύκολος»
Συνέντευξη στη LIFO παραχώρησε η «Αμάντα», κατά κόσμον Στέλλα, μια επαγγελματίας πόρνη που εξασκεί το επάγγελμα εδώ και

25 χρόνια, έχοντας περάσει από πολλές επαρχίες της Ελλάδας, από τις βιτρίνες του Άμστερνταμ και τα πολυτελή πορνεία του Βερολίνου, ενώ πριν κάποια χρόνια βρέθηκε στη Βέροια και τη Νάουσα. Μάλιστα, όπως αναφέρει στη συνέντευξη, τις ξεχώρισε, καθώς ο κόσμος ήταν χαλαρός, ζεστός εξοικειωμένος και εύκολος. Διαβάστε τη συνέντευξη στη LIFO:
Από την αρχαιότητα έως τώρα πολλές φορές οι πόρνες καλούνταν να μετακινηθούν εκεί όπου η δουλειά τους το απαιτούσε. Πολλές από αυτές τις μετακινήσεις σημειώθηκαν σε καιρούς πολέμου, οικονομικών και πολιτικών ανακατατάξεων. Η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, έχασε ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της, το οποίο εγκατέλειψε τη χώρα προς εύρεση εργασίας και καλύτερης ποιότητας ζωής στο εξωτερικό. Οι πόρνες δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση.
Η Αμάντα, αφού δούλεψε σε πολλές επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας, στις βιτρίνες του Άμστερνταμ και σε μπουρδέλο πολυτελείας στο Βερολίνο, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για να καταστρώσει σχέδια για τον επόμενο προορισμό της. 

Ποιο είναι το όνομά σου;
«Στέλλα» το πραγματικό και «Αμάντα» το καλλιτεχνικό. Έτσι με έβγαλαν οι παλιές, ούτε που θυμάμαι γιατί.

Πόσο καιρό κάνεις αυτήν τη δουλειά;
Είκοσι χρόνια, αλλά παράλληλα έχω δουλέψει σε φούρνο, σε ξενοδοχείο, υπάλληλος σε μαγαζιά, μέχρι που κάποια στιγμή ανακάλυψα ότι δεν μπορώ να επιβιώσω με αυτές τις δουλειές και να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Έτσι αποφάσισα ότι είναι μονόδρομος αυτή η δουλειά.

Είχες σπουδάσει κάτι πριν ξεκινήσεις να δουλεύεις;
Σπούδασα Γεωπονία, αλλά από τότε ακόμα σπούδαζα το πρωί και το βράδυ έβγαινα στις πιάτσες. Ξεκίνησα με τα πάρκα, στα οποία γνώριζα κυρίους, και σκέφτηκα «γιατί να μην το εκμεταλλευτώ;». Καθότι ωραιοπαθής, σκέφτηκα «γιατί απ' όλο αυτό να μην παίρνω και χρήματα;» και κατέληξα με τα πολλά να βγω στην πιάτσα το 1990-1991. Υπήρχε μια μαγεία εκείνη την εποχή, σε λάτρευαν. Δεν ήσουν η πόρνη η φτηνή που ο άλλος σε βλέπει σαν κομμάτι κρέας, ήσουν τα πάντα γι' αυτούς και αυτό μου άρεσε. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται συνήθεια. Το εύκολο χρήμα είναι σαν τα ναρκωτικά, συνεχίζεις και δεν μπορείς να σταματήσεις, αν και, όπως σου είπα, προσπάθησα πολλές φορές να κάνω και άλλα πράγματα.

Θα επέλεγες ένα άλλο επάγγελμα τώρα;
Θα επέλεγα κάτι που θα μου έδινε ασφάλεια. Όλοι έχουν ανάγκη από ασφάλεια και η δική μας η δουλειά έχει ημερομηνία λήξεως, είναι σαν το μόντελινγκ. Προσπάθησα πολλές φορές να ξεκόψω και να κάνω μια διαφορετική ζωή, αλλά άδικος κόπος. Ίσως το γράφει στο μέτωπό μας, δεν ξέρω, ίσως έχουμε πονηρέψει πάρα πολύ από αυτήν τη δουλειά και βλέπουμε τους πάντες καχύποπτα, πονηρευόμαστε εύκολα, οπότε δεν δίνουμε πολλές ευκαιρίες στους γύρω μας. 

Γιατί οι πόρνες καταλήγουν συνήθως να μετακινούνται από μπουρδέλο σε μπουρδέλο και δεν έχουν μια σταθερή βάση;
Ξεκινάς και πας σε ένα κατάστημα, είσαι καινούργια, θα δουλέψεις 1 μήνα, άντε 2, 3 μήνες, μετά θα σε χορτάσουν οι πελάτες, θα θέλουν να δουν κάτι διαφορετικό, μια καινούργια κοπέλα, οπότε φεύγεις και πας κάπου όπου θα είσαι πάλι καινούργια. Όσο περνάνε τα χρόνια, μικραίνει το διάστημα που μπορείς να κάτσεις κάπου. Μένεις έναν μήνα, σε βαριούνται εύκολα και φεύγεις. Έτσι έχω περάσει κι εγώ από διάφορες περιοχές της Ελλάδας όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας μου.

Για πες μου για τις περιοχές της Ελλάδας που έχεις πάει
Ξεκίνησα από τη Θεσσαλονίκη, όπου έχω μείνει αρκετό καιρό. Ενδιάμεσα κατέβαινα Αθήνα για αρπαχτές. Άρχισα να μεγαλώνω και να στενεύουν τα περιθώρια, οπότε ξεκίνησα να φεύγω στην επαρχία. Δούλεψα σε Δράμα, Καβάλα, Ξανθή, Έδεσσα, Λάρισα. Νότια Ελλάδα και νησιά δεν έχω πάει ποτέ. Ήταν ωραία στην επαρχία, γνώρισα κόσμο. Ο κύκλος είναι μικρός και αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι δεν σε βλέπουν υποτιμητικά και περίεργα, σε συνηθίζουν μετά από καμιά εβδομάδα και όπως έχουν τον μανάβη τους, τον κρεοπώλη, τον μπακάλη, λένε «αυτή είναι η πουτάνα μας». Γίνεσαι τμήμα της ζωής και της καθημερινότητάς τους.

Ποιες οι διαφορές τού να δουλεύεις στη Θεσσαλονίκη σε σχέση με την επαρχία; 
Δεν έχεις τους φίλους σου, νιώθεις αποκομμένη, έχει πολλή μοναξιά. Είσαι απλώς στο μπουρδέλο και δουλεύεις. Άντε το πρωί να βγεις λίγο, να πας στον φούρνο ή καμιά βόλτα. Λες, ήρθα για δουλειά, είναι σαν να είσαι φαντάρος που κάνει θητεία και θα πρέπει να βγάλει το πρόγραμμα. Αλλά, δεν μπορώ να πω, είχα και πάρα πολύ καλές στιγμές στην επαρχία.

Ποια πόλη σού έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Η Λάρισα, όπου εκείνο τον καιρό είχα κι έναν γκόμενο και πήγαινα πολύ συχνά. Ήμουν από τις πρώτες, αργότερα ξεκινήσανε και πηγαίνανε πολλές για δουλειά - πριν από 10 χρόνια όμως ήμουν η μοναδική. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε στα μπουζούκια, στα κλαμπ. Με λάτρευαν, μου στέλναμε λουλούδια, μπουκάλια σαμπάνιες, δώρα. Η Λάρισα είναι ευκατάστατη πόλη, έχει γλεντζέδες, τους αρέσει να βγαίνουν έξω, είναι καλοφαγάδες, αγαπούν το σεξ, τους αρέσει η ποικιλία. Είναι και οι γυναίκες τους έτσι απελευθερωμένες, δεν έχουν κόμπλεξ, ο κόσμος είναι χορτάτος και αυτό είναι ωραίο.

Πού ήταν πιο δύσκολα και πού είδες την πιο περίεργη συμπεριφορά;
Αυτοί που ήταν κρύοι ήταν οι Καβαλιώτες, πιο κομπλεξικοί, πιο κουμπωμένοι. Πιο χαλαροί ήταν στα Γιαννιτσά, τη Βέροια, τη Νάουσα. Εκεί ο κόσμος είναι ζεστός, εξοικειωμένος και εύκολος. Από κει και πέρα, όσο πιο ευκατάστατος είναι ο άλλος, τόσο πιο περίεργος γίνεται. Στην Αθήνα είχα έναν πελάτη που έφερνε την κόκα μέσα στα τάπερ και μια μέρα έβαλε φωτιά το δωμάτιο όπου ήμασταν. Όταν έχεις την οικονομική δυνατότητα να πληρώσεις, ζητάς ό,τι περίεργο θέλεις. Μου ζητούσαν να τους ντύνω γυναίκες, να τους πατάω, να τους καβαλάω στην πλάτη, να τους ξεφτιλίζω, πολλά και διάφορα.

Όλα αυτά που περιγράφεις, σαμπάνιες, δώρα, λεφτά, πού πάνε και δεν μένει τίποτα στην άκρη;
Τα πρώτα χρόνια που είσαι νέα και όμορφη ρίχνεσαι στα λούσα, στο ντύσιμο, στα ταξίδια και ξοδεύεις συνέχεια. Μετά συνειδητοποιείς ότι αυτά δεν είναι η ουσία και ότι ταλαιπωρείς το κορμί σου χωρίς λόγο και πρέπει να κάνεις κάτι. Αυτές που έχουν μυαλό κάνουν ένα σπίτι κι ένα κομπόδεμα, άλλες από ανασφάλεια ξοδεύουν ή πέφτουν εύκολα θύματα διάφορων επιτήδειων γκόμενων, πολλές φορές κρυφογκέι ή bisexual, που τους λένε δυο καλά λογάκια, τους κάνουν μια αγκαλίτσα −γιατί η ανάγκη για τρυφερότητα, αποδοχή και αγάπη είναι μεγάλη− κι έτσι τις μαδάνε κανονικά.

Γιατί λες ότι πολλοί από αυτούς μπορεί να είναι κρυφογκέι;
Ε, για να καταφέρεις μια πουτάνα, θέλει και λίγο γκέι μυαλό.

Εσύ γιατί δεν κράτησες λεφτά, να είσαι εξασφαλισμένη;
Γιατί ήμουν πόρνη ιδεολογίας και αναρχική. Θεωρούσα ότι τα λεφτά είναι μικροπρέπεια, ήμουν ολιγαρκής, ζούσα και με τα λίγα. Τα πρώτα χρόνια που ήμουν φρέσκια, αν έβγαζα 200, 300 ευρώ, έφευγα. Μου λέγανε οι άλλες «κάτσε να δουλέψεις, να βγάλεις λεφτά, έχει δουλειά». Δεν ήθελα, βαριόμουν, ήθελα να βγάζω όσα χρειαζόμουν για να ζω καλά, όχι υπερβολικά πολλά.

Μετά από αυτή την ένδοξη πορεία στην επαρχία, πώς αποφάσισες να διευρύνεις τον ορίζοντά σου και να πας στο εξωτερικό;
Είχε αρχίσει η κρίση στην Ελλάδα, βαριόμουν, είχα φτάσει σε ένα τέλμα, είχαν βαρεθεί οι πελάτες να με βλέπουν συνέχεια, ήθελα και μια καλύτερη ποιότητα ζωής κι έτσι ένα ωραίο πρωί πήρα τη βαλίτσα μου και πήγα στην Ολλανδία. Δούλεψα έναν χρόνο στη Χάγη -πανέμορφη πόλη- και μετά στο Άμστερνταμ, ανάμεσα τις πιο επώνυμες πόρνες του κόσμου. Το λέω και το περηφανεύομαι γιατί είναι δύσκολο να μπεις, ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Έχεις να κάνεις με 2.000 πόρνες στην πρωινή και άλλες τόσες στη βραδινή βάρδια. Το να μπεις μέσα σε έναν τόσο κλειστό κύκλο, να σε δεχτούν και να μπορέσεις να επιβιώσεις με τόσο ανταγωνισμό είναι μεγάλη υπόθεση. Από την άλλη, βέβαια, εκεί τα έξοδα είναι πολλά, είναι ακριβή η ζωή στο Άμστερνταμ.

Γιατί επέλεξες αυτόν ως τον πρώτο σου προορισμό; Σκέφτηκα ότι είναι μια απελευθερωμένη χώρα, οργανωμένη, όπου μπορείς εύκολα να δηλωθείς, φορολογείσαι, έχεις ασφάλεια υγείας και συνταξιοδότηση και θεώρησα ότι ήταν πολύ καλός προορισμός για μένα.

Τότε γιατί έφυγες από κει;
Ήταν πολύ κουραστικά. Μετά από 3 χρόνια μόνο δουλειά-σπίτι, το ίδιο κάθε μέρα, και μοναξιά τεράστια κι αβάσταχτη, είπα «θα κάνω ένα διάλειμμα» και ήρθα στην Ελλάδα να πάρω δυνάμεις για τον επόμενο σταθμό, ο οποίος ήταν η Γερμανία. Είχα πολλές προτάσεις να πάω σε πολλές πόλεις, αλλά εγώ αποφάσισα να πάω στο Βερολίνο. Εκεί εργάστηκα σε έναν οίκο πολυτελείας, που είναι ο πιο ακριβός στην πόλη. Ένα πρόγραμμα ξεκινάει από τα 200 ευρώ, χωρίς να βάλω ποτά και διάφορα εξτρά που μπορεί να εκτινάξουν το ποσό. Μιλάμε για έναν ακριβό οίκο. Δεν είχε πάρα πολλή δουλειά, αλλά είχε γκλάμουρ και το Βερολίνο είναι υπέροχη πόλη. Ήρθα ν' αφήσω τον σκύλο μου, να ξεκουραστώ λίγο και να ξαναφύγω. Αυτήν τη φορά, λέω Ελβετία ή Λυών, Παρίσι.

Τι σου λέγανε όταν συστηνόσουν κι έλεγες ότι είσαι από την Ελλάδα;
Με ρωτούσαν για την κρίση. Στη Γερμανία μου λέγανε αγανακτισμένοι, «όλο λεφτά ζητάτε, όλο απαιτήσεις είστε». Η εντύπωση που είχαν αρκετοί για την Ελλάδα είναι ότι είναι τριτοκοσμική χώρα που πεινάει, κάτι σαν την Αφρική. Για τους Τούρκους, τους Μαροκινούς και όλες τις άλλες φυλές είμαστε μετανάστες, όπως εκείνοι, και αυτό μας ένωνε, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, γνώρισα Έλληνες πολύ εχθρικούς, που κοιτάνε να σε εκμεταλλευτούν και να σου φάνε λεφτά, να σε ξεγελάσουν με κούφιες υποσχέσεις. Αφού ορκίστηκα ότι με Έλληνα του εξωτερικού δεν μπλέκω ξανά, που να με χρυσώνει. 

Πού αλλού έχεις πάει στο εξωτερικό για δουλειά; Παλαιότερα είχα δουλέψει έναν χρόνο στη Δαμασκό, λίγο πιάτσα, λίγο μαγαζί, και στην Κύπρο, σε Πάφο και Λευκωσία. Η Δαμασκός εκείνα τα χρόνια ήταν στις δόξες της, με τα περιβόητα καμπαρέ, και τους άρεσε το δικό μας, μεσογειακό ταπεραμέντο. Ήταν ευγενικοί και καλοσυνάτοι, είχα πολλούς Αμερικανούς πελάτες εκεί. Δούλευα σε ένα μπαρ στο οποίο κάναμε συντροφιά σε κυρίους. Στην Κύπρο πέρασα επίσης καλά, είναι θερμόαιμοι οι άντρες εκεί, σεξουαλικοί. Στην Πάφο είναι λίγο πιο χωριάτες και ξενέρωτοι, αλλά στη Λευκωσία πέρασα καλά. Έκανα βόλτες στην παλιά πόλη, έκανα φίλους. Υπάρχει, βέβαια, και συντηρητισμός. Δεν είναι μεγάλο σε πληθυσμό νησί, είναι μικρός ο κύκλος, παρ' όλα αυτά τους αρέσει να καλοπερνάνε. Τέλος, πήγαινα και στην Αμβέρσα κάνα Σαββατοκύριακο για αρπαχτές όσο έμενα στη Χάγη, σε ένα μπουρδέλο που το είχε Ελληνίδα - και εκεί βιτρίνα δούλευα. 

Ποια η διαφορά βιτρίνας και οίκου;
Στη βιτρίνα έχεις το εξής πρόβλημα: πουλάς βιτρίνα. Με λίγα λόγια, πρέπει να είσαι άψογη στο σώμα, να προσέχεις, να κάνεις δίαιτα, να είσαι τέλεια μακιγιαρισμένη και χτενισμένη, να φοράς ωραία ρούχα. Είσαι ένα άγαλμα ακούνητο και σε διαλέγουν καθαρά και μόνο για την εμφάνισή σου. Στο δωμάτιο πουλάς και μπλα μπλα και πουτανιά και σεξουαλικότητα, το διαχειρίζεσαι αλλιώς. Αυτό το δύσκολο έχει η βιτρίνα και το ατελείωτο στήσιμο σε ένα σημείο.

Τι πρέπει να έχει κάποια για να πεις ότι είναι καλή πόρνη;
Θα πρέπει να μην έχει κόμπλεξ, να αποδέχεται την κάθε ιδιαιτερότητα του πελάτη της, γιατί γι' αυτό την πληρώνει. Να είναι καθαρή −πολύ σημαντικό− και περιποιημένη και θα πρέπει, έστω για εκείνα τα 5-10 λεπτά, να ερωτεύεται τον πελάτη, να γίνεται η ερωμένη του, το κορίτσι του και όχι απλώς ένα σκεύος ηδονής. Να βγάζει πάθος για να θέλει ο άλλος να ξαναπάει μαζί της. Είναι σημαντικό να μπορείς να κρατάς τους πελάτες σου. 

Πώς είναι μια τυπική μέρα μιας πόρνης;
Πολύ δύσκολη, ψυχοφθόρα. Πρέπει να είσαι συνειδητοποιημένη για να το κάνεις και λίγο ζαμανφού για να μη σε φάει σαν το σαράκι λίγο-λίγο. Βάζεις τη στολή εργασίας κάθε βράδυ, αυτά τα λίγα που φοράμε τέλος πάντων, και περιμένεις να έρθουν οι πελάτες, να κάνεις πασαρέλα στο σαλόνι όσο πιο εντυπωσιακά μπορείς για να τους κρατήσεις και να περάσουν στο δωμάτιο. Οι ώρες είναι πολλές, 10 και 12 καμιά φορά, σε ένα δωμάτιο με κλειστά παράθυρα, σκοτάδι και μόνο κόκκινο φως. Ζεις σαν τη νυχτερίδα. 

Τι σε ρωτάνε συνήθως οι πελάτες;
Πόσο πάει, πόσο χρόνο θα έχουμε και, το πιο συνηθισμένο −το 80% το ρωτάει−, αν μπορούν να με φιλήσουν στο στόμα. Θέλουν να νιώσουν οικειότητα. Ο πελάτης δεν έρχεται να γαμήσει και να φύγει. Θέλει να νιώσει και τρυφερότητα, να πει τα προβλήματα που είχε στη δουλειά ή με τη γυναίκα του, να χαλαρώσει, να ξεσκάσει. Γι' αυτό πρέπει να είσαι με το χαμόγελο και να του μιλάς ήρεμα κι ευγενικά.

Το απολαμβάνεις το σεξ με τον πελάτη;
Άλλες φορές ναι, άλλες φορές όχι, αλλά επειδή είμαι επαγγελματίας, δίνω πάντα τον καλύτερό μου εαυτό.

Τι λέει ο περίγυρος για τη δουλειά σου;
Πριν από χρόνια είχα κόμπλεξ, έλεγα δουλεύω σε μπαρ, σε εστιατόριο, μέχρι που μια μέρα λέω «τέρμα, εγώ είμαι πόρνη, παιδιά, όποιος θέλει το δέχεται και όποιος δεν το δεχτεί, δεν με απασχολεί κιόλας». Άλλοι απομακρύνθηκαν, άλλοι το δεχτήκαν.

Μοναξιά νιώθεις;
Η μοναξιά είναι τεράστια, και λόγω δουλειάς και ανταγωνισμού. Είναι μια καταθλιπτική δουλειά, είσαι κάτι σαν ηθοποιός. Ενδύεσαι έναν ρόλο καθημερινά, τον τελειώνεις και το βράδυ γυρνάς και είσαι μόνη στο σπίτι, ξεβάφεσαι και τελείωσε. Η διαφορά είναι ότι ο ηθοποιός έχει το ενδιαφέρον του διαφορετικού ρεπερτορίου − εμείς έχουμε έναν σταθερό ρόλο και πολλές φορές κουραστικό.

Ερωτεύτηκες ποτέ πελάτη σου;
Ναι, πριν από χρόνια, παράφορα κιόλας. Ήταν αμοιβαίος, κεραυνοβόλος έρωτας. Εγώ δεν μπορούσα να ρισκάρω ν' αφήσω τη δουλειά μου, η οικογένειά του το έμαθε, με κυνήγησε, έφαγα και ξύλο από κάτι συγγενείς του, με παρακολουθούσαν, πέρασα πολλά και χωρίσαμε. Τότε πήρα και την απόφαση, επειδή ήταν πολύ επώδυνο για μένα, να τα παρατήσω όλα και να πάω στην Κύπρο.

Σου άρεσε από πάντα να φεύγεις...
Μου αρέσει να γνωρίζω ανθρώπους, αλλά μέρη, να κάνω ταξίδια, να γεμίζω με εικόνες.

Ευρώπη ή Ελλάδα; Τι προτιμάς;
Σε αυτήν τη φάση που έχω κουραστεί πολύ θα ήθελα να κάνω μικρά tours στο εξωτερικό για τα χρήματα, γιατί τα έχω ανάγκη, και να επιστρέφω πάλι στη Θεσσαλονίκη, να μην είμαι συνεχώς εκτός. Οι περισσότερες, άλλωστε, το ίδιο κάνουν. Βοηθάμε η μία την άλλη, έχουμε επαφές, ενημερώνουμε. Μπορεί από μια πόλη να φύγω εγώ, να έρθεις εσύ κι εγώ να πάω εκεί όπου ήσουν. Έτσι έχουμε πολλές φορές σταθερή βάση, ένα σπίτι, σε αρκετές πόλεις. Πάει άλλοτε η μία, άλλοτε η άλλη, δεν χρειάζεται να ψάχνουμε − μοιραζόμαστε και τα έξοδα.

Πώς βλέπεις την Αμάντα μετά από χρόνια;
Με βλέπω να ζω σε μια μικρή, επαρχιακή πόλη, με τα κτήματά μου, τα ζώα μου, ήρεμη, να απολαμβάνω τη φύση. Έχω ένα σπίτι στο χωριό, έχω εξασφαλιστεί ως προς αυτό και σκοπεύω να πάω εκεί.

Μόνη ή με κάποιον άντρα;
Μόνη. Με άντρα μόνο αν είναι γέρος, ζάπλουτος, τον παντρευτώ και πεθάνει για να τον κληρονομήσω. 

3 σχόλια:

  1. "Φοβερό" άρθρο από ένα αντάξιο site 👎

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτές οι γυναίκες είναι ντόμπρες και ειλικρινείς, να φοβόμαστε κάποιες άλλες ''κυρίες'' της τοπικής κοινωνίας οι οποίες είναι γνωστές στα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, και κάποιες άλλες που αφήνουν στα πάρκινγκ των SUPER-MARKET της Βέροιας τα αυτοκίνητά τους σαν να φαίνεται ότι ψωνίζουν, ενώ εκεί τις περίμενε ο ''φίλος'' να τις πάρει και φύγουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μας διαφημίζετε και τις πόρνες τώρα. Η τελευταία της κουβέντα τα λέει όλα. Τέτοιες σας αξίζουν

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ