Από νωρίς το πρωί, η κίνηση στους δρόμους είναι έντονη. Κάτοικοι από τη Βέροια και τα γύρω χωριά κατεβαίνουν στην αγορά, μεταφέροντας στους ώμους και σε κάρα τα προϊόντα τους. Γυναίκες με μαντίλια και πολύχρωμες ποδιές κουβαλούν καλάθια με λαχανικά και φρούτα, άντρες με φέσια ή καπέλα φέρνουν σακιά με σιτηρά, ενώ παιδιά, συχνά ξυπόλητα, τρέχουν ανάμεσα στους πάγκους.
Οι πραματευτάδες στήνουν τη δική τους μικρή σκηνή κάθε μέρα. Υφαντά και κεντήματα απλώνονται προσεκτικά για να φανούν τα χρώματα και τα σχέδιά τους. Μυρωδιές από φρεσκοψημένο ψωμί, μέλι, τυριά, κύμινο και κανέλα γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Οι φωνές των εμπόρων που διαλαλούν την πραμάτεια τους μπλέκονται με το παζάρι των πελατών, σε ένα σκηνικό που μοιάζει να μην αλλάζει ποτέ.
Στην καρδιά της πόλης, το τζαμί στο Τσερμένι θυμίζει το οθωμανικό παρελθόν, ενώ λίγο πιο πέρα ο Αλιάκμονας κυλά ήρεμα, ζωογονώντας με το νερό του τα εύφορα χωράφια της Ημαθίας. Το φράγμα του ποταμού παίζει καθοριστικό ρόλο στην άρδευση, στηρίζοντας την αγροτική παραγωγή που τροφοδοτεί την αγορά.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι αφηγούνται συχνά τις μέρες των Βαλκανικών Πολέμων και την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη, γεγονός που άλλαξε για πάντα την πορεία της. Οι νεότεροι, μεγαλωμένοι σε περίοδο ειρήνης, βλέπουν τη Βέροια να αναπτύσσεται, να συνδέεται εμπορικά με περισσότερες περιοχές και να αποκτά σταδιακά μεγαλύτερη σημασία. Καθώς ο ήλιος χαμηλώνει, η κίνηση αρχίζει να μειώνεται. Οι πραματευτάδες μαζεύουν τα εμπορεύματά τους, οι τελευταίοι πελάτες αποχωρούν και η αγορά αδειάζει. Το βράδυ, η πόλη ησυχάζει, γνωρίζοντας πως το επόμενο πρωί θα ξαναγεμίσει φωνές, μυρωδιές και χρώματα.
Η Βέροια του 1918 είναι μια πόλη που στέκεται στο σταυροδρόμι της ιστορίας και της προόδου. Μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1946, θα γίνει και επίσημα πρωτεύουσα του Νομού Ημαθίας. Μέχρι τότε, η ζωή στην αγορά και οι καθημερινές στιγμές των κατοίκων της θα συνεχίσουν να γράφουν την ιστορία της.









Σε ευχαριστούμε Στέργιο
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΜ