Υπάρχουν παραστάσεις που σου αρέσουν. Παραστάσεις που σε συγκινούν. Παραστάσεις που τις παρακολουθείς. Υπάρχουν όμως και παραστάσεις που σε παρακολουθούν και εκείνες. Σε παίρνουν από το χέρι και σε βάζουν μέσα στο σύμπαν τους. Και δεν τελειώνουν όταν τα φώτα ανάψουν. Τις κρατάς μέσα σου. Προσφέρεις το χειροκρότημά σου όχι για το τυπικό καθήκον αλλά ως επιβράβευση, ως ενδεικτικό πως οι δημιουργοί πέτυχαν κάτι ουσιαστικό. Πέτυχαν μια συναισθηματική σύνδεση με το κοινό. Προσφέρεις το χειροκρότημά σου σαν να θέλεις να πεις «ευχαριστώ» για αυτό που έζησες. Κάποιες παραστάσεις σε αφήνουν με την αίσθηση ότι δεν θέλεις να φύγεις, ακόμα και όταν τα σκηνικά αρχίζουν να ξηλώνονται. Σε κάνουν να ψάχνεις φίλους για να τις αναλύσετε μετά, όχι για να τις εξηγήσεις, αλλά για να τις ξαναζήσεις.
Και όλο αυτό είναι η επιβεβαίωση πως η παράσταση λειτούργησε όχι απλώς σαν έργο τέχνης, αλλά σαν εμπειρία ζωής.
Η «Μια άλλη Θήβα» που παρακολούθησε το Βεροιώτικο κοινό το βράδυ της Κυριακής 13 Ιουλίου 2025 στο θέατρο Άλσους «Μελίνα Μερκούρη», είναι μια τέτοια παράσταση. Μια εξαιρετικά σημαντική σύγχρονη παράσταση.
Βασισμένη στο κείμενο του Sergio Blanco, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Το κείμενο μετέφρασε η Μαρία Χατζηεμμανουήλ. Την κίνηση επιμελήθηκε η Ξένια Θεμελή. Το σκηνικό σχεδίασε ο Κώστας Πολίτης. Τα κοστούμια η Κλαιρ Μπρέισγουελ. Την μουσική ο Σταύρος Γασπαράτος. Τον φωτισμό ο Αποστόλης Κουτσιανικούλης. Οι συντελεστές αναφέρονται όχι από τυπικότητα. Όλοι τους λειτούργησαν σαν συνδημιουργοί ενός κοινού οράματος, σαν συνοδοιπόροι σε μια εμπειρία που ξεπέρασε το απλό θέατρο.
Θάνος Λέκκας και Δημήτρης Καπουράνης. Τους παρακολουθείς στη σκηνή και δεν έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις απλώς ένα έργο. Σε κάνουν να νιώσεις μια οικειότητα με τους χαρακτήρες τους, σαν να τους παρακολουθείς καιρό. Αυτό δεν είναι απλώς αποτέλεσμα καλής υποκριτικής. Είναι δείγμα απόλυτης εμβύθισης. Οι δυο τους είχαν μια μοναδική χημεία μεταξύ τους με ερμηνείες ζωντανές, χωρίς υπερβολές, χωρίς επιτήδευση.
Η παράσταση ξεκίνησε πριν καν αρχίσει
Η θεατρική σύμβαση «έσπασε» πριν το τρίτο κουδούνι και η σχέση με το κοινό άρχισε να δημιουργείται πριν ξεκινήσει η αφήγηση. Μπαίνοντας στο θέατρο, οι ρόλοι ήταν ήδη μπερδεμένοι. Οι θεατές προσπαθούσαν να βρουν τις θέσεις τους, ενώ στη σκηνή… οι ηθοποιοί ήταν ήδη εκεί. Ο Δημήτρης Καπουράνης έκανε σουτάκια με την άνεση παιδιού που παίζει στο γήπεδο μπάσκετ της γειτονιάς του. Ο Θάνος Λέκκας στεκόταν έξω από το γήπεδο, σιωπηλός παρατηρητής, όχι του συμπρωταγωνιστή του αλλά του κοινού.
Κι ύστερα ήρθε το «κύμα», η προθέρμανση, τα καλάθια... και τίποτα δεν ήταν πλέον απλώς θέατρο. Κάθε φορά που ο Δημήτρης σκόραρε, ο Θάνος καλούσε το κοινό να κάνει... κύμα. Όπως στις εξέδρες των πραγματικών γηπέδων. Και ύστερα ξεκινά η αφήγηση. Και ο Δημήτρης και ο Θάνος δεν είναι πια ο Δημήτρης και ο Θάνος. Είναι ο Σ. και ο Μαρτίν. Ή ο Σ. και ο Φέδε. Κι εμείς, αμήχανα, δεν ξέρουμε πού τελείωσε η «προθέρμανση» και πού ξεκίνησε το έργο.
Τα υπόλοιπα, τα βίωσε ο κάθε θεατής...



































Απατο πήγε στην Αθήνα
ΑπάντησηΔιαγραφή