Από τον Δημήτριο - Γεώργιο Πατσίκα*
Προκαλεί ενδιαφέρον η συνειδητή επιλογή των ανώτατων δικαστών να εμπλακούν αμέσως και ευθέως σε ένα ζήτημα πολιτικού ενδιαφέροντος.«[Μ]ολονότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να αποφασίζουν επί πολιτικών ζητημάτων, το γεγονός ότι
μια νομική διένεξη σχετίζεται με τη συμπεριφορά των πολιτικών, ή εγείρεται μέσα από ένα θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτό δεν αποτελεί επαρκή λόγο για τα δικαστήρια ώστε να αρνηθούν να το εξετάσουν… [Σ]χεδόν όλες οι σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνονται από την εκτελεστική εξουσία έχουν μια πολιτική απόχρωση. Παρ’ όλα αυτά, τα δικαστήρια έχουν ασκήσει έλεγχο στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας για αιώνες. Πολλές αν όχι οι περισσότερες από τις συνταγματικές υποθέσεις στη νομική μας ιστορία έχουν ασχοληθεί με την πολιτική υπό αυτήν την έννοια.»1
Με αυτόν τον γλαφυρό και συνάμα λιτό τρόπο, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου θεμελίωσε τη δικαιοδοσία του καταρχάς να ελέγξει και στη συνέχεια να ακυρώσει την απόφαση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον να αναστείλει τις εργασίες του κοινοβουλίου για χρονικό διάστημα πέντε εβδομάδων. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν μάλλον προφανής η παρανομία της εν λόγω αδικαιολόγητης αναστολής και δεν επρόκειτο για κάποια οριακή περίπτωση. Άρα ήταν αντίστοιχα ευχερές για το δικαστήριο, ακόμα και ελλείψει γραπτού συντάγματος (όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο), να οδηγηθεί στο συμπέρασμα που τελικά οδηγήθηκε –και μάλιστα ομόφωνα.
Ανεξαρτήτως όμως της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας της επίμαχης ενέργειας του Άγγλου πρωθυπουργού, εκείνο που προκαλεί το ενδιαφέρον είναι η συνειδητή επιλογή των ανώτατων δικαστών να εμπλακούν αμέσως και ευθέως σε ένα ζήτημα πολιτικού ενδιαφέροντος. Κακά τα ψέματα, μολονότι το ίδιο το δικαστήριο αρνείται εμφατικά, στην πρώτη κιόλας σκέψη του, ότι η εν λόγω υπόθεση σχετίζεται με τη διαδικασία εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σαφώς και επιδρά στις πολιτικές εξελίξεις (σημειωτέον ότι, την επόμενη κιόλας ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης, συγκλήθηκε εκ νέου η Βουλή των Κοινοτήτων). Στην πραγματικότητα, με την απόφαση αυτή η δικαστική εξουσία παρεμβαίνει ενεργά στη βρετανική πολιτική σκηνή διεκδικώντας –και κατορθώνοντας– να διαδραματίσει ισότιμο με τις άλλες εξουσίες ρόλο.
Αναμφίβολο είναι πως, μέσω του ελέγχου συνταγματικότητας, τα δικαστήρια συχνά καθίστανται πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων. Όσον αφορά δε στην ελληνική έννομη τάξη, ο δικαστικός έλεγχος «πολιτικών ζητημάτων», αντίστοιχων ή παρόμοιων με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ως επί το πλείστον αποφεύγεται. Ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι το κατεξοχήν αρμόδιο δικαστήριο της συνταγματικότητας, προσπαθεί να μην έρχεται –στα μέτρα του εφικτού– σε ευθεία σύγκρουση με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αυτό το πετυχαίνει είτε μέσω της δικονομικής οδού (όπως λ.χ. με την κήρυξη ως απαράδεκτου του ένδικου βοηθήματος, όταν στρέφεται εναντίον των αποκαλούμενων «κυβερνητικών πράξεων»), είτε μέσω της άσκησης ενός «ασθενούς» ελέγχου, υπό την έννοια της μη υποβολής σε λεπτομερειακή εξέταση των ενεργειών της κυβέρνησης και της βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους.
Για να χρησιμοποιήσουμε το πιο κοντινό με τη βρετανική απόφαση παράδειγμα, πώς θα μας φαινόταν, άραγε, αν το ΣτΕ δίκαζε και μάλιστα ακύρωνε –με κάποιον εύσχημο τρόπο– την πρόωρη λήξη των εργασιών της Βουλής επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή τον Μάιο του 20092, που είχε ως συνέπεια την παραγραφή των αδικημάτων τα οποία τυχόν τελέστηκαν κατά την προηγούμενη κυβερνητική θητεία; Βεβαίως, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια. Η απάντηση όμως στο εν λόγω ερώτημα δεν είναι καθόλου απλή. Τούτο διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη επιλογή που αφορά την εκάστοτε υπόθεση ξεχωριστά, αλλά μέσω αυτής –της επιλογής– αναδεικνύεται η γενικότερη στάση τού καθενός απέναντι στο ευρύτερο ζήτημα της παρεμβολής των δικαστηρίων στα πολιτικά τεκταινόμενα. Αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, ότι από μια φαινομενικά «εύκολη» υπόθεση ελέγχου συνταγματικότητας, όπως αυτή του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, αυξάνονται οι πιθανότητες για περαιτέρω εμπλοκή της δικαστικής εξουσίας και σε «δύσκολα», προέχοντος πολιτικά, ζητήματα.
Προκαλεί ενδιαφέρον η συνειδητή επιλογή των ανώτατων δικαστών να εμπλακούν αμέσως και ευθέως σε ένα ζήτημα πολιτικού ενδιαφέροντος.«[Μ]ολονότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να αποφασίζουν επί πολιτικών ζητημάτων, το γεγονός ότι
μια νομική διένεξη σχετίζεται με τη συμπεριφορά των πολιτικών, ή εγείρεται μέσα από ένα θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτό δεν αποτελεί επαρκή λόγο για τα δικαστήρια ώστε να αρνηθούν να το εξετάσουν… [Σ]χεδόν όλες οι σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνονται από την εκτελεστική εξουσία έχουν μια πολιτική απόχρωση. Παρ’ όλα αυτά, τα δικαστήρια έχουν ασκήσει έλεγχο στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας για αιώνες. Πολλές αν όχι οι περισσότερες από τις συνταγματικές υποθέσεις στη νομική μας ιστορία έχουν ασχοληθεί με την πολιτική υπό αυτήν την έννοια.»1
Με αυτόν τον γλαφυρό και συνάμα λιτό τρόπο, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου θεμελίωσε τη δικαιοδοσία του καταρχάς να ελέγξει και στη συνέχεια να ακυρώσει την απόφαση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον να αναστείλει τις εργασίες του κοινοβουλίου για χρονικό διάστημα πέντε εβδομάδων. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν μάλλον προφανής η παρανομία της εν λόγω αδικαιολόγητης αναστολής και δεν επρόκειτο για κάποια οριακή περίπτωση. Άρα ήταν αντίστοιχα ευχερές για το δικαστήριο, ακόμα και ελλείψει γραπτού συντάγματος (όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο), να οδηγηθεί στο συμπέρασμα που τελικά οδηγήθηκε –και μάλιστα ομόφωνα.
Ανεξαρτήτως όμως της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας της επίμαχης ενέργειας του Άγγλου πρωθυπουργού, εκείνο που προκαλεί το ενδιαφέρον είναι η συνειδητή επιλογή των ανώτατων δικαστών να εμπλακούν αμέσως και ευθέως σε ένα ζήτημα πολιτικού ενδιαφέροντος. Κακά τα ψέματα, μολονότι το ίδιο το δικαστήριο αρνείται εμφατικά, στην πρώτη κιόλας σκέψη του, ότι η εν λόγω υπόθεση σχετίζεται με τη διαδικασία εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σαφώς και επιδρά στις πολιτικές εξελίξεις (σημειωτέον ότι, την επόμενη κιόλας ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης, συγκλήθηκε εκ νέου η Βουλή των Κοινοτήτων). Στην πραγματικότητα, με την απόφαση αυτή η δικαστική εξουσία παρεμβαίνει ενεργά στη βρετανική πολιτική σκηνή διεκδικώντας –και κατορθώνοντας– να διαδραματίσει ισότιμο με τις άλλες εξουσίες ρόλο.
Αναμφίβολο είναι πως, μέσω του ελέγχου συνταγματικότητας, τα δικαστήρια συχνά καθίστανται πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων. Όσον αφορά δε στην ελληνική έννομη τάξη, ο δικαστικός έλεγχος «πολιτικών ζητημάτων», αντίστοιχων ή παρόμοιων με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ως επί το πλείστον αποφεύγεται. Ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι το κατεξοχήν αρμόδιο δικαστήριο της συνταγματικότητας, προσπαθεί να μην έρχεται –στα μέτρα του εφικτού– σε ευθεία σύγκρουση με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αυτό το πετυχαίνει είτε μέσω της δικονομικής οδού (όπως λ.χ. με την κήρυξη ως απαράδεκτου του ένδικου βοηθήματος, όταν στρέφεται εναντίον των αποκαλούμενων «κυβερνητικών πράξεων»), είτε μέσω της άσκησης ενός «ασθενούς» ελέγχου, υπό την έννοια της μη υποβολής σε λεπτομερειακή εξέταση των ενεργειών της κυβέρνησης και της βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους.
Για να χρησιμοποιήσουμε το πιο κοντινό με τη βρετανική απόφαση παράδειγμα, πώς θα μας φαινόταν, άραγε, αν το ΣτΕ δίκαζε και μάλιστα ακύρωνε –με κάποιον εύσχημο τρόπο– την πρόωρη λήξη των εργασιών της Βουλής επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή τον Μάιο του 20092, που είχε ως συνέπεια την παραγραφή των αδικημάτων τα οποία τυχόν τελέστηκαν κατά την προηγούμενη κυβερνητική θητεία; Βεβαίως, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια. Η απάντηση όμως στο εν λόγω ερώτημα δεν είναι καθόλου απλή. Τούτο διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη επιλογή που αφορά την εκάστοτε υπόθεση ξεχωριστά, αλλά μέσω αυτής –της επιλογής– αναδεικνύεται η γενικότερη στάση τού καθενός απέναντι στο ευρύτερο ζήτημα της παρεμβολής των δικαστηρίων στα πολιτικά τεκταινόμενα. Αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, ότι από μια φαινομενικά «εύκολη» υπόθεση ελέγχου συνταγματικότητας, όπως αυτή του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, αυξάνονται οι πιθανότητες για περαιτέρω εμπλοκή της δικαστικής εξουσίας και σε «δύσκολα», προέχοντος πολιτικά, ζητήματα.
* Ο Δημήτριος - Γεώργιος Πατσίκας είναι Δικηγόρος, υποψήφιος διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου ΑΠΘ, υπότροφος ΙΚΥ
1 Πρόκειται για μετάφραση αποσπάσματος της σκέψης 31 της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ην. Βασιλείου R (Miller) v The Prime Minister and Cherry v Advocate General for Scotland, η οποία δημοσιεύθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019.
2 Ο λόγος για το π.δ. 53/2009 που θυροκολλήθηκε στη Βουλή την 8η Μαΐου 2009, με το οποίο κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της Β΄ Συνόδου της IB΄ Βουλευτικής Περιόδου.
1 Πρόκειται για μετάφραση αποσπάσματος της σκέψης 31 της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ην. Βασιλείου R (Miller) v The Prime Minister and Cherry v Advocate General for Scotland, η οποία δημοσιεύθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019.
2 Ο λόγος για το π.δ. 53/2009 που θυροκολλήθηκε στη Βουλή την 8η Μαΐου 2009, με το οποίο κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της Β΄ Συνόδου της IB΄ Βουλευτικής Περιόδου.
Δημοσιεύτηκε στην Huffington Post
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεροιώτης μας είχες συνηθίσει στα ρηχά, στην επιφάνεια και τώρα χωρίς μπρατσακια στα βαθιά. απαράδεκτος.
Ἡ ἐπονείδιστος, μεροληπτική κατά τοῦ Brexit ἀπόφασις τῶν Βρεττανῶν δικαστῶν εἶναι μνημεῖον δικαστικῆς ἀσυδοσίας καί παρεμβάσεως στά τῆς δικαιοδοσίας τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεδομένου δέ ὅτι ἐν Ἡνωμένῳ Βασιλείῳ, ὡς -φεῦ!- καί ἐν Ἑλλάδι, οἱ ἀνώτατοι δικασταί προάγονται καί διορίζονται ὑπό τῶν πολιτικῶν (προτάσει τοῦ διωρισμένου Lord Chancellor) καί οὐχί κατόπιν κληρώσεως ἢ ἄρχαιότητος μόνον, προδήλως ἔχει ὅτι οἱ καταλαβόντες πρότερον τήν δικαστικήν ἐξουσίαν ἐλέῳ κομματοκρατίας, δύνανται νά ἐπηρεάζουν κατά τό δοκοῦν τήν ἐσωτερικήν τε καί ἐξωτερικήν πολιτικήν μιᾶς χώρας, καταργουμένης τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας, τοῦ λαοῦ ἀπορρίψαντος τούς πρότερον εὐρωλιγούρηδες κυβερνῶντας καί ἐκφράσαντος τήν βούλησίν του διά δημοψηφίσματος.
Ἐν ὀλίγοις, οἱ Βρεττανοί καρνάβαλοι μέ τίς περοῦκες ἐγελοιοποιήθησαν ἅπαξ ἔτι. Ἄξιοι πάσης περιφρονήσεως καί παραδείγματα πρός ἀποφυγήν._