Ξεκινήσαμε από το ολοζώντανο παρόν και το νέο του τραγούδι «Παράθυρα» που μόλις κυκλοφόρησε μαζί με ένα βίντεο που έχει σκηνοθετήσει ο «The Boy», αλλά και από τη μεγάλη συναυλία που πραγματοποίησε στο Release Athens 2025 με περισσότερους από 13,000 μουσικούς του συνοδοιπόρους να γεμίζουν την Πλατεία Νερού. Αλλά με την ίδια αμεσότητα, πήγαμε και πίσω, εκεί που ξεκίνησαν όλα. Και έτσι στην κουβέντα μας ήρθαν και τα «Ξύλινα Σπαθιά» και το τραγούδι που έγραψε για τον Ζακ και το νέο άλμπουμ που ετοιμάζει και ο δίσκος με τα τραγούδια του Μαρκόπουλου και η γενοκτονία στη Γάζα και η ζωή του, μέχρι και η Νομική που παράτησε για να ακολουθήσει τον «αιώνιο» δρόμο της μουσικής.
Μια συνάντηση με τον Παύλο Παυλίδη, είναι μια τρυφερή επαφή με ένα ολοζώντανο κομμάτι της σύγχρονης μουσικής ιστορίας που γράφεται ακόμα. Μια συνάντηση με τον Παύλο Παυλίδη, είναι μια επαφή με μια ολόκληρη εποχή που τρέχει ακόμα. Μια συνάντηση με τον Παύλο Παυλίδη είναι μια συνάντηση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Μια συνάντηση με τον Παύλο Παυλίδη είναι μια φωτεινή και ιστορική συνάντηση. Αυτός είναι ο Παύλος Παυλίδης.
Θέλω να ξεκινήσουμε, από αυτό που έγινε στο Release Athens. Χιλιάδες κόσμου μαζεύτηκε για να σε ακούσει. Πώς το βίωσες, πώς το υποδέχτηκε το σύστημά σου και πες μου και αν το περίμενες.
Κοίτα, μετά από αυτό που έγινε στον Λυκαβηττό τον Σεπτέμβριο, είχαμε την αίσθηση ότι θα πάει καλά και αυτό το live. Για να πω την αλήθεια όμως, ήταν ευχάριστη έκπληξη ότι έφτασε σε αυτόν τον αριθμό ο κόσμος. Σίγουρα είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα που μπορεί να ζήσει κάποιος αν κάνει τη δουλειά που κάνουμε. Μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα περισσότερο από την ποιότητα του κοινού, από την συμπεριφορά και από όλο το vibe, από όλη την συμμετοχή, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Μου φάνηκε ότι ήταν εκεί πάνω από δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι που παρακολουθούσαν αυτό που συμβαίνει μ’ ένα μυσταγωγικό τρόπο. Ακόμη κι όταν υπήρχε ένταση και χορός, αισθανόμουν τον κόσμο σαν ένα σώμα, σαν να χορεύουμε όλοι μαζί συντονισμένοι με ένα πολύ ωραίο αίσθημα.
Γιατί μου το υπογραμμίζεις τώρα; Δεν είναι έτσι γενικά;
Το υπογραμμίζω γιατί έχω ζήσει σε διάφορες δεκαετίες το κοινό και τώρα αυτή η σύνθεση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι όντως πια δύο-τρεις περίπου γενιές και βλέπω ότι όλο και περισσότερο ο κόσμος συντονίζεται με το στιχουργικό κομμάτι. Αυτό δημιουργεί αυτόματα ένα διαφορετικό κλίμα απ’ ότι παλιότερα. Στην δεκαετία του 1990 κυριαρχούσαν στις συναυλίες μας η ένταση και ένας άλλου τύπου χορός και παλμός. Ήταν κάπως πιο μονοδιάστατο. Τώρα αισθάνθηκα στ’ αλήθεια, ότι είναι μια καινούργια εποχή, όπου ο κόσμος έχοντας ανακαλύψει και τη δισκογραφία μετά τα «Ξύλινα Σπαθιά», μπορεί και δίνει δύναμη σε πιο εσωτερικά τραγούδια και αυτό το απολαμβάνουμε μ έναν διαφορετικό τρόπο. Πιστεύω ότι ίσως σε κάποιο βαθμό επηρεάζεται το συνολικό αίσθημα και από το ότι υπάρχουν πια και τα visuals. Οπότε είναι οπτικό-ακουστικό αυτό που συμβαίνει. Kαι αυτό μάλλον δημιουργεί μια καινούργια συνθήκη εκ των πραγμάτων. Δεν είναι τόσο απλό σαν εγχείρημα, γιατί όπως και να το κάνουμε πρώτα βλέπουμε και μετά ακούμε. Είναι μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εικόνα και τη μουσική, κυρίως όταν έχεις τραγούδια στα οποία οι εικόνες μέσω των στίχων πρέπει να μη συγκρουστούν με αυτές της οθόνης. Πιστεύω ότι ο Βασίλης που το σκηνοθέτησε τα κατάφερε. Σίγουρα ήταν από τα πιο ωραία πράγματα που έχω ζήσει στη ζωή μου. Το αισθανόμουν και πριν ανέβω στη σκηνή. Ακριβώς τη στιγμή που έβαλα τα ακουστικά και άκουσα τον κόσμο κάτω, πριν καν τον δω, κατάλαβα ότι θα είναι σπουδαία βραδιά.
Αυτή η ανανέωση του κοινού δεν είναι και μια επιβράβευση;
Αυτό είναι το πιο ωραίο συναίσθημα, γιατί βλέπεις ότι τα τραγούδια ταξιδεύουν στον χρόνο και συναντούν μια επόμενη γενιά. Είναι το πιο τιμητικό που μπορείς να ζήσεις από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεσαι. Και αυτό που μου κάνει εντύπωση επίσης, είναι ότι ενώ υπάρχουν παλιά τραγούδια από την εποχή των «Σπαθιών» που είναι πολύ αγαπητά, υπάρχουν πια και τραγούδια από την προσωπική μου πορεία που όταν βγήκαν δεν είχαν τέτοια αποδοχή και τώρα έχουν βγει ξαφνικά μπροστά. Φυσικά βλέπουμε ξεκάθαρα και το ρόλο που έπαιξε ο τελευταίος δίσκος. Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι συνοδεύομαι πια απ’ την υπέροχη παρέα της Fine Records, έχω λίγο την αίσθηση ότι ένα μεγάλο μέρος απ’ την καινούργια γενιά, αλλά και αρκετοί πιο μεγάλοι σε ηλικία, πρέπει να ανακάλυψαν τη μουσική μου κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μέσα στο lockdown νομίζω, ότι πολύς κόσμος έκατσε και κοίταξε γύρω του. Επειδή σταματήσαμε όλοι να τρέχουμε σαν τρελοί, αρχίσαμε να βλέπουμε το τοπίο. Και μέσα στο τοπίο είναι και οι μουσικές.
Άρα σε ξαναανακάλυψε κόσμος; Αυτό μου λες;
Νομίζω, ότι σε ένα μεγάλο βαθμό έγινε και αυτό.
Το έκανες και εσύ μέσα στην πανδημία αυτό; Κατέβασες που λέμε ταχύτητες και έκατσες και άκουσες πράγματα;
Ναι. Πολύ. Αλλά έχουν αλλάξει πια και οι πλατφόρμες. Τώρα μπορείς να βάλεις έναν καλλιτέχνη και να σου βγάλει το Spotify άλλους 20, που τους μισούς μπορεί και να τους ήξερες και τους άλλους μισούς να τους αγνοούσες. Είναι σαν ένα ντιτζεϊλίκι που συμβαίνει ερήμην μας, που έχει τα καλά του και τα κακά του. Αλλά εγώ σίγουρα ανακάλυψα πολλά καινούργια πράγματα στη μουσική με αυτόν τον τρόπο.
Δημιούργησες μέσα στην καραντίνα; Εμπνεύστηκες ή μπήκες σε παύση;
Όχι, δεν μπήκα σε παύση. Ήταν περίοδος που έτρεξα, αλλά με κάποια άλλη χαλαρότητα. Πριν την καραντίνα είχα ξεκινήσει το δίσκο με τις διασκευές του Μαρκόπουλου και με το που μπήκε η καραντίνα, αυτό πάγωσε λίγο. Αλλά συνέχισα να κάνω τα δικά μου τραγούδια. Μέσα στην καραντίνα ολοκλήρωσα το «Μαύρο Κουτί» που είναι ο προηγούμενος δίσκος. Ήταν δημιουργική περίοδος, γιατί σταμάτησαν οι συναυλίες, σταμάτησαν τα ταξίδια, αλλά έτσι και αλλιώς εμείς δουλεύουμε μέσα. Το σπίτι μας είναι και το στούντιό μας πια. Γιατί πια χωράνε όλα σε ένα λάπτοπ και σε μια κάρτα, οπότε αν θέλεις να δουλέψεις είναι όλα εκεί. Και έτρεξα στη δουλειά μου, αλλά και κατάφερα να χαμηλώσω τους ρυθμούς και να παρατηρήσω τι πράγματα υπάρχουν γύρω μου.
Φόβοι δε σε επισκέφτηκαν εκείνη την περίοδο; Ο φόβος της μοναξιάς, του χρόνου;
Όχι. Νομίζω, πως είμαι και αρκετά μοναχικός τύπος. Όταν δουλεύουμε δεν μπορεί να περιστοιχιζόμαστε από πλήθη. Είναι μοναχική δουλειά. Και κυρίως το στιχουργικό κομμάτι είναι απολύτως μοναχικό. Δεν αισθάνθηκα ότι παραβιάστηκε κάτι που είχα. Δεν αισθάνθηκα ότι έχασα ξαφνικά κάτι. Το οικονομικό κομμάτι ήταν ένας εφιάλτης για όλους τους ανθρώπους της μουσικής, αλλά και των άλλων τεχνών. Χάρηκα όμως που είδα όλο τον κόσμο να φρενάρει και να αρχίζει να κοιτάζει γύρω του. Και να συνειδητοποιεί ότι ίσως να τρέχαμε και με έναν κάπως ανόητο τρόπο.
Και για σένα το λες;
Ναι, βέβαια. Νομίζω, ότι όλοι παρασυρόμαστε από έναν συγκεκριμένο ρυθμό. Δεν ζούσα σε καμιά σπηλιά εγώ. Παρακολουθώ το ρυθμό της κοινωνίας γύρω μου.
Τώρα που έχει περάσει τόσος καιρός και είσαι πλέον αυτός που είσαι επαγγελματικά, έχεις εξηγήσει στον εαυτό σου γιατί ακολούθησες αυτόν τον δρόμο; Έχει ποτέ διατυπωθεί το ερώτημα μέσα σου και αν έχει διατυπωθεί, έχεις πια απαντήσεις;
Ξέρεις τι; Αυτό το ερώτημα έχει τεθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια που σχεδόν έχω ξεχάσει ποιο είναι. Είναι όπως στο βιβλίο του Ντάγκλας Άνταμς που ξέρανε ποια είναι η απάντηση, αλλά δεν θυμόντουσαν πια ποια ήταν η ερώτηση. Έχω πολλά πολλά χρόνια που ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω με την ίδια αφοσίωση. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι τώρα ξαφνικά θα απαντηθεί κάποιο ερώτημα. Έχει βέβαια απαντηθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό το ερώτημα αν έκανα καλά που διάλεξα αυτόν τον δρόμο. Είναι πολλά τα χρόνια που δεν το σκέφτομαι, γιατί είχα και τη χαρά κάπου στα 90s, να έχω αυτή την επιτυχία με τα «Ξύλινα Σπαθιά» και να μην χρειάζεται να πολυσκέφτομαι για το τι κάνω. Σίγουρα κάνω αυτό που μου αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Τα «Ξύλινα Σπαθιά» έρχονται στην κουβέντα μας. Αναρωτιέμαι, σ’ αρέσει να μιλάς γι’ αυτό;
Εννοείται. Γιατί να μη μου αρέσει;
Μπορεί να είναι ένα κομμάτι που να μην θες να το πιάσεις πια. Δεν αρέσει σε όλους να μιλάνε για το παρελθόν τους.
Για μένα τα «Ξύλινα Σπαθιά», είναι μια χρυσή περίοδος της ζωής μου. Με τα «Ξύλινα Σπαθιά», αισθάνθηκα ότι ξαφνικά το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Έχω τόσο καταπληκτικές αναμνήσεις. Ποτέ δεν είναι όλα ρόδινα και εύκολα, αλλά θαυμάζω αυτά τα παιδιά πολύ βαθιά. Και όποτε έχω συναντηθεί μαζί τους, υπάρχει μαγεία. Υπάρχει μια βαθιά αγάπη απ’ τη μεριά μου έστω και εξ αποστάσεως. Διάβασα μάλιστα και μια συνέντευξη του Τόλιου πριν λίγο καιρό και μου άρεσε πολύ.
Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε μπάντα και έχει μια εντελώς συλλογική κουλτούρα, ξαφνικά βρίσκεται σε μια σόλο διαδρομή. Ήταν εύκολη η μετάβασή σου σε μια πιο σόλο διαδρομή;
Εγώ και πριν τα «Ξύλινα Σπαθιά» έκανα ακριβώς αυτό που κάνω και τώρα. Δεν είμαι και τόσο πολύ ο μουσικός που αν δεν συνοδεύεται, δεν δημιουργεί. Για να πω την αλήθεια, όλο τον πρώτο δίσκο και κάποια κομμάτια από τον δεύτερο και μεταγενέστερα κομμάτια, τα είχα γράψει πριν καν γνωρίσω τα «Ξύλινα Σπαθιά». Και αυτό συνεχίζω να κάνω και τώρα. Για μένα η τραγουδοποιία, είναι κάτι που με αφορά στην καθημερινότητα. Δεν χρειάζεται να πάω σε ένα στούντιο, να συνεργαστώ με κάποιους και να γράψω ένα τραγούδι. Με τα «Ξύλινα Σπαθιά» όμως, ακριβώς επειδή δημιουργήθηκε ένα αληθινό συγκρότημα, κάποια στιγμή προέκυπταν τραγούδια και από τη σύμπραξή μας. Και μάλιστα όχι λίγα. Είναι πολλά τραγούδια που αν δεν ήμουν με τα «Ξύλινα Σπαθιά», δεν θα είχαν γραφτεί ποτέ. Γιατί καμιά φορά ξεκινάς από κάτι που βρίσκει ο άλλος, το χτίζεις παρέα το κομμάτι και με τους υπόλοιπους και στο τέλος πρέπει να δεις τώρα και τι λέει. Αυτό το έκανα πάντα στο τέλος μόνος μου και κάθε φορά που πήγαινα να τους παρουσιάσω τους στίχους μου αισθανόμουν το αυστηρό τους κριτήριο. Φίνα παιδιά.
Ήταν φιλόξενη εκείνη η δεκαετία Παύλο; Ήταν φιλόξενη για τη μουσική ρότα σας, για αυτό που λέμε ελληνικό ροκ. Ήταν φιλόξενη δεκαετία ή την κάνατε εσείς και μια σειρά από άλλες μπάντες της εποχής να είναι;
Κοίτα, αυτό που λέμε ελληνικό ροκ έχει την αρχή του, πολύ πίσω, στα 60’s και 70’s και ξέρουμε και πολύ καλά πoιοι είναι οι εκπρόσωποι εκείνων των δεκαετιών. Όπως και να το κάνουμε, ο Πουλικάκος και ο Σιδηρόπουλος, ήταν οι άνθρωποι που κατά κάποιο τρόπο σε έπειθαν ότι μπορείς να τραγουδήσεις στα ελληνικά, γιατί υπήρχε και αυτό το θέμα τότε. Ο Σαββόπουλος επίσης, είχε χρησιμοποιήσει παρόμοιες φόρμες υπερβολικά πετυχημένα. Οπότε τη φόρα την είχαμε από αυτούς. Τώρα εμένα η εκκίνησή μου είναι στη δεκαετία του 80, αλλά η προσωπική μου πορεία έχει να κάνει με τα «Σπαθιά». Είναι πολύ ωραία διατυπωμένη η ερώτησή σου. Ήταν φιλόξενη ή την κάνατε να είναι φιλόξενη. Νομίζω, πως ποτέ, καμιά δεκαετία δεν ήταν ιδιαίτερα φιλόξενη για αυτό το είδος της μουσικής σε αυτή την χώρα. Σίγουρα το ότι μόλις τότε, έναν χρόνο πριν, είχαν καταφέρει οι «Τρύπες» να γεμίσουν τον Λυκαβηττό, για τη δική μας τη σκηνή και κυρίως για τη σκηνή της Θεσσαλονίκης, ήταν ένα «πριν και μετά». Και κάπως τα «Εννιά πληρωμένα τραγούδια» για μένα, ήταν η αρχή μιας καινούργιας εποχής. Έτυχε εκείνη την εποχή να κάνουμε και εμείς το «Ξεσσαλονίκη» και αμέσως ύστερα το «Πέρα από τις πόλεις της ασφάλτου» και εκεί πέρα έγινε πολύ ξεκάθαρο ότι υπάρχει πια ένα κοινό, το οποίο είναι έτοιμο να ακούσει, να παρακολουθήσει και να στηρίξει όλο αυτό το πράγμα και ήταν σίγουρα κάπως πρωτοφανές να βλέπεις γεμάτα θέατρα που έπαιζαν μπάντες με αυτόν τον ήχο και λέγανε πάνω κάτω αυτά τα πράγματα. Έγινε ας πούμε πιο μαζικό.
Και εκτός Star System, έτσι;
Απολύτως. Υπήρχε βέβαια και ο Γιάννης Πετρίδης, ο οποίος έλεγε στην ουσία, «αφήστε τους να κάνουν ό,τι ακριβώς θέλουν και απλώς περιμένετε να μας δώσουν το μάστερ». Αυτό ήταν όντως καταπληκτικό. Να μπαίνουμε σε ένα στούντιο υπερσύγχρονο, ακριβό, να δουλεύουμε χωρίς κανένα περιορισμό, να κάνουμε ακριβώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας και να έχουμε και κάποια αποτελέσματα ενδιαφέροντα. Γιατί και η παραγωγή του ήχου εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, ειδικά σε αυτό το είδος, νομίζω, πως ήταν πολύ πίσω. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρναμε μέσα από όλες τις επιρροές και τα ακούσματα που είχαμε, να διαμορφώνουμε κάτι δικό μας. Σαφώς όμως το στιχουργικό κομμάτι ήταν καθοριστικό και ίσως είναι και ακόμη για το πόσο δημοφιλής θα ήσουν.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν ακόμη οι δισκογραφικές με τον παραδοσιακό τρόπο που τις ξέραμε. Αμφισβητήσεις ή δυσπιστία απέναντι σε κάτι καινούργιο που ερχόταν ζήσατε; Είπες πως οι «Τρύπες» όταν γέμισαν τον Λυκαβηττό, έφτιαξαν ένα «πριν και ένα μετά». Μέχρι να το κάνουν αυτό ήταν δύσκολα;
Απολύτως. Ήταν εχθρικά, όχι απλά δύσκολα.
Άρα δεν είχε κανείς φανταστεί αυτό που μπορεί να συμβεί;
Μόνο εμείς στο μυαλό μας. Αλλά ήταν τόσο ουτοπικό, που και εμείς οι ίδιοι καμιά φορά γραπωνόμασταν απ’ αυτή την πίστη μας. Βέβαια με το που γράφεις ένα τραγούδι που καταλαβαίνεις ότι μάλλον αφορά πολύ κόσμο, η πίστη αυτή ενισχύεται. Θυμάμαι πολύ καλά πώς αισθάνθηκα όταν έγραψα τη «Σιωπή». Καταλάβαινα ότι αυτό το κομμάτι απλώς είναι ζήτημα χρόνου να φτάσει στον κόσμο και να φύγει, να ταξιδέψει μέσα στον κόσμο. Νομίζω, ότι αυτό είναι που περισσότερο μας έδινε τη δύναμη να συνεχίζουμε και την πίστη και το κουράγιο να αντέχουμε μέσα στα χρόνια, ώσπου να συμβεί αυτό που λέμε επιτυχία. Έχει και ένα πολύ ωραίο στιχάκι ο Μάλαμας που νομίζω ότι περιγράφει κάτι παρόμοιο. Λέει «Όποιος έκρυψε βαθιά του το πιο όμορφο όνειρό του, τον δροσίζει η σκιά του και κρατιέται από το χορό του». Και κάπως έτσι κι εμείς δροσιζόμασταν από τη σκιά μας και κρατιόμασταν απ’ τον χορό μας. Ώσπου εμφανίστηκε και ο κόσμος κι όλα γίνανε πιο γιορτινά.
Η μαζική αυτή επιτυχία για έναν άνθρωπο όπως εσύ που αυτοπροσδιορίζεται ως μοναχικός, έχει και μια άλλη πλευρά; Δημιουργούσε και έναν φόβο αυτή η αποδοχή; Ήταν και κάπως τρομακτικό όλο αυτό με την έκθεση;
Τρομακτικό είναι να σκέφτεσαι ότι θα πρέπει να ξυπνάς κάθε πρωί στις 6, να παστωθείς σ’ ένα λεωφορείο επί μία ώρα, να αλλάξεις λεωφορείο, να πας να δουλεύεις 14 ώρες στον ήλιο σε ένα γιαπί, ή να ξεφορτώνεις καλοριφέρ στο Καλοχώρι για την υπόλοιπη ζωή σου. Αυτό είναι τρομακτικό. Αυτό που ζούσαμε εμείς, δεν ήταν καθόλου τρομακτικό. Ήταν υπέροχο. Τρομακτικά πράγματα συμβαίνουν τώρα που μιλάμε. Αλλά όχι αυτό. Σίγουρα τραντάζεται το μέσα σου, η ψυχή σου. Γίνονται διάφορες σεισμικές δονήσεις και ανακατατάξεις. Αλλά το τελευταίο πράγμα που θα έλεγα είναι ότι είναι τρομακτικό. Τρομακτικό είναι να προσπαθείς και να μην φτάνεις εκεί που θα ήθελες.
Έχω νιώσει πολλές φορές ότι αυτή η σκληρή πραγματικότητα, έχει γίνει περιεχόμενο και έμπνευση στα τραγούδια σου. Δεν αναφέρομαι σε εκείνη την εποχή μόνο. Αναφέρομαι και στη πρόσφατη εποχή. Θεωρώ τραγούδι σταθμό, το τραγούδι που έγραψες για τον Ζακ. Θα ήθελα πολύ να μου πεις γι’ αυτό. Αν είναι ανάγκη σου, αν σου επιβάλλει η πραγματικότητα να γράψεις για κάτι τέτοιο. Γιατί σίγουρα, ακούγοντάς το, δεν νιώθω ότι είναι κάτι τυχαίο.
Όχι, φυσικά. Αυτό που ήταν τυχαίο, ήταν το ότι με το που άρχισα να γράφω το τραγούδι, μία-δύο μέρες μετά από το περιστατικό ή μία εβδομάδα, δεν θυμάμαι ακριβώς, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η Μαρία Λούκα που είναι δημοσιογράφος, η οποία με ρώτησε αν θέλω να κάνω κάποια δήλωση για αυτό το περιστατικό, για τη δολοφονία του Ζακ. Και της είπα ότι νομίζω πως έχω ένα ολόκληρο τραγούδι να πω. Ότι έχω γράψει ένα κείμενο που έχει ήδη γίνει τραγούδι. Και ότι αντί να πω κάτι άλλο, ίσως θα ήταν καλύτερα να βάλουμε τους στίχους. Μου είπε σήμερα το βράδυ, αν θες μπορούμε να βρεθούμε, θα πάμε σε ένα μέρος που σύχναζε η παρέα του Ζακ. Και όντως πήγαμε εκεί και βρέθηκα με κάποια από τα παιδιά αυτής της κοινότητας, ήταν και άλλοι δημοσιογράφοι, ήταν πολύ σοκαρισμένος ο κόσμος. Ήταν πάρα πολύ φρέσκο αυτό και τόσο σκληρό. Και χωρίς να το πολυκαταλάβω, βρέθηκα με την σκηνοθέτρια Μαρίνα Δανέζη, η οποία με το που της το πρότεινα, μου λέει φύγαμε τώρα. Μου είπε νομίζω ότι «ξέρω όλα αυτά τα παιδιά που θα θέλουν να συμμετέχουν και να βοηθήσουν». Ξεκαθάρισα ότι είναι και κάτι που δεν σκοπεύω να το βάλω σε κάποιο δίσκο ή να το εμπορευθεί κάποια εταιρεία. Και δημιουργήθηκε το βιντεοκλίπ μέσα σε ένα πολύ ωραίο κλίμα, το οποίο είχε και πολλή συγκίνηση, αλλά είχε και πάρα πολλή ένταση. Υπήρχε ένα μοναδικό συναίσθημα, ειδικά την ημέρα των γυρισμάτων, γιατί γυρίστηκε όλο σε μία ημέρα, από το πρωί ως τα μεσάνυχτα και σχεδόν μέχρι το άλλο πρωί. Ήταν από τα πιο ωραία πράγματα που έχω ζήσει και από τα πιο ιδιαίτερα. Ήταν πολύ συνειδητό αυτό που κάναμε σε αυτό το τραγούδι. Δεν θέλησα ποτέ να ταυτιστεί αποκλειστικά με τη δολοφονία του Ζακ, γιατί αισθανόμουν ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι τους οποίους τσαλαπατάει η κοινωνία με καθαρά ρατσιστικά κριτήρια, κοιτώντας τον κόσμο από την κλειδαρότρυπα. Το μισό κομμάτι είναι αφιερωμένο στη βία που μπορεί να υποστεί κάποιος στον δρόμο ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός. Το υπόλοιπο έχει να κάνει με την αδιαφορία των περαστικών. Αυτό ήταν που με σόκαρε, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο. Δεν καταλάβαινα πότε φτάσαμε ως κοινωνία σε αυτό το σημείο και κάποιοι να ποδοπατούν έναν άνθρωπο στο κέντρο έτσι απλά. Ακόμα και τώρα που το λέω δεν μπορώ να το καταλάβω. Το πώς μπορεί κάποιος να περάσει δίπλα από ένα τέτοιο περιστατικό και απλά να σηκώσει το κινητό να το καταγράψει χωρίς να κάνει τίποτε. Χαίρομαι εκ των υστέρων που έγραψα αυτό το τραγούδι. Χαίρομαι που είναι εκεί έξω. Κάποιοι άνθρωποι αισθάνθηκαν ότι μπορεί να μην είμαστε τόσο μόνοι μας.
Πήρες feedback;
Βέβαια. Και χαίρομαι που οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι το θέμα που θίγει το τραγούδι είναι πολύπλευρο. Δεν ξέρω ποια ακριβώς είναι η περίοδος του πένθους που πρέπει να τηρείται μέχρι να μιλήσει ή να ουρλιάξει κάποιος, αλλά αισθάνθηκα πολύ κοντά μου όλους όσους συμμετείχαν τότε.
Με το χέρι στην καρδιά, σου αρέσουν οι συνεντεύξεις; Τώρα που είμαστε εδώ, σου αρέσει ή είναι ένα αναγκαίο κακό της δουλειάς;
Ποτέ δεν το έχω δει έτσι. Πιστεύω ότι κάθε φορά μια συνέντευξη, είναι ευκαιρία να φωτίσεις κάποια πράγματα με έναν άλλο τρόπο. Εγώ δεν αισθάνομαι ότι το μόνο πράγμα που μου αντιστοιχεί, είναι να φτιάχνω τραγούδια. Είμαι ένας τύπος που παρατηρεί και συμμετέχει στην κοινωνία. Η μοναχικότητα δεν σημαίνει αποστροφή της πραγματικότητας. Καμιά φορά, πρέπει να υπάρχει η μοναχικότητα για να μην χάνεσαι στο πλήθος. Για να μπορείς να το δεις και το πλήθος πιο καθαρά. Όχι για να το υμνήσεις ή να το προστατέψεις αφ’ υψηλού, απλά να δεις και τον εαυτό σου μέσα του πιο καθαρά. Για μένα, μοναχικότητα σημαίνει και focus.
Ερχόμουν με ένα άγχος αν σου αρέσουν αυτές οι κουβέντες ή θέλεις μόνο να μιλάς με τα τραγούδια σου.
Όχι, το κομμάτι των συνεντεύξεων είναι κάτι που το αγαπώ. Και καμιά φορά, είναι πιο εύκολο να απαντάς σε γραπτές ερωτήσεις, αλλά όταν υπάρχει ένα καλό αίσθημα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που μιλάνε, νομίζω ότι είναι μοναδικό.
Άρα οι καλλιτέχνες πρέπει να μιλάνε και να τοποθετούνται και για άλλα ζητήματα πέρα από τη δουλειά τους;
Δεν τους ξέρω όλους (γέλια). Ποτέ δεν σκέφτομαι τι πρέπει να κάνουν οι καλλιτέχνες. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένα μοντέλο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας άνθρωπος ώστε να ξέρουμε τι πρέπει να κάνει. Πιστεύω ότι υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες με διαφορετικές ανάγκες απ’ τις δικές μου. Κάνουν πολύ σπουδαία πράγματα και δεν συμπεριφέρονται όπως εγώ. Αλλιώς θα είχε φτιάξει τη φύση έναν και θα ξέραμε ακριβώς ποια είναι η άποψή του για όλα.
Όταν όμως συμβαίνουν εκκωφαντικά πράγματα; Όπως τώρα με τη Γάζα, μπορώ να ρωτήσω τον Παύλο Παυλίδη για τη Γάζα και ο Παύλος Παυλίδης μπορεί να μιλήσει για τη Γάζα;
Σίγουρα. Απλώς δεν θα έλεγα ποτέ, ότι αν κάποιος δεν μιλήσει, είναι ένας άνθρωπος που δεν αξίζει τον κόπο, είναι κάποιος διεφθαρμένος, είναι κάποιος ανάξιος λόγου. Δε μου αρέσει η ποινικοποίηση της σιωπής. Δεν πιστεύω στα γκέτο. Ποτέ δεν μπαίνω σε τέτοια λογική και ποτέ δεν στενεύω και τον ορίζοντα των σχέσεών μου. Μπορώ να συναναστραφώ ανθρώπους που δεν πιστεύουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με μένα. Προσπαθώ συνέχεια να μπαίνω στη θέση του άλλου. Προσπαθώ να δω μήπως κάτι δεν είδα καλά. Αλλά σε αυτή την περίπτωση νομίζω, πως όλοι είδαμε πολύ καλά.
Τι είδαμε;
Το είπα και στη συναυλία. Δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός επιστήμονας για να καταλάβεις ότι αυτό που συμβαίνει στη Γάζα είναι καθαρή γενοκτονία και μάλιστα σε δημόσια θέα με έναν τρόπο αδιανόητο.
Σε έχουν καλέσει στο Ισραήλ να παίξεις;
(γέλια) Όχι.
Άρα δεν είσαι αγαπημένος τους;
Σε πάρα πολλές χώρες δεν με έχουν καλέσει και δεν είμαι αγαπημένος τους, γιατί μάλλον αγνοούν την ύπαρξή μου (γέλια).
Αν σε καλούσαν θα πήγαινες τώρα, όποτε, πριν, αύριο;
Τώρα να την πάρω στα σοβαρά την ερώτηση αυτή;
Ναι πολύ.
Εννοείται πως δεν θα πήγαινα. Ο θρησκευτικός φανατισμός σε πλήρη καταστροφική ανάπτυξη. Πέρα από τη βαθιά θλίψη που αισθάνομαι για τους Παλαιστίνιους, εγώ λυπάμαι στ’ αλήθεια, που ένας ολόκληρος λαός, ο Ισραηλινός, εκπροσωπείται από αυτούς τους χασάπηδες. Βλέπουμε πια όμως, ότι υπάρχουν πολλοί Ισραηλινοί που ντρέπονται για αυτό που συμβαίνει, που αισθάνονται ότι έχουν παγιδευτεί από ένα καθεστώς το οποίο κινείται με ένα πολύ προσχεδιασμένο τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη και πολύ την άποψη των ανθρώπων, των πολιτών. Δηλαδή, υπάρχουν κι αυτοί που λένε «πώς είναι δυνατόν να έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση, να αισθανόμαστε ένοχοι και να απολογούμαστε για πράξεις με τις οποίες δεν συμφωνούμε και πότε θα φύγουν επιτέλους αυτοί που μας κυβερνάνε από πάνω μας;». Είναι φοβερό. Και δεν είναι όλοι αυτοί απαραίτητα επαναστάτες. Απλώς ντρέπονται για αυτό που συμβαίνει δίπλα τους. Ντρέπονται. Και κλαίνε.
«Παράθυρα» λέγεται το νέο σου single. Κάτι οικείο βρήκα μέσα σε αυτό το τραγούδι. Βάλε μας στον κόσμο του υλικού που έρχεται ξεκινώντας από αυτό.
Τα «Παράθυρα», ήταν κάτι σαν καλοκαιρινό δώρο για το κοινό που μας παρακολουθεί και μας στηρίζει όλα αυτά τα χρόνια. Δεν εκπροσωπεί απαραίτητα το ύφος ή το στυλ στο οποίο θα κινηθεί ο επόμενος δίσκος, παρόλο που υπάρχει ήδη ξεκάθαρη πρόθεση για ένταση και χορό. Αυτή τη στιγμή το υλικό είναι στα σκαριά. Δεν έχει αποκτήσει μια τελική μορφή. Και αυτό είναι πάντα ένα πολύ ευχάριστο στάδιο. Γιατί ξέρεις ότι από την ώρα που δεν έκλεισε κάτι, έχει συνέχεια τη δυνατότητα να προχωράει και να ταξιδεύει μέσα μας. Σίγουρα συνοδεύομαι από καταπληκτικούς μουσικούς και αυτό το κάνει πιο συναρπαστικό, γιατί υπάρχει πολύ όρεξη για πειραματισμό.
Σ’ αρέσει αυτή η διαδικασία; Είσαι και «στουντιακός» που λέμε;
Απολύτως. Είναι η ζωή μου εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Από τα 25 μου κάνω ακριβώς αυτό το πράγμα. Ξυπνάω, φτιάχνω καφέ και πάω στα μηχανήματα. Είναι σαν παιδική χαρά για μεγάλα παιδιά.
Πώς καταλαβαίνεις ότι είναι αυτά τα τραγούδια που θέλεις να βγάλεις προς τα έξω; Αυτά τα τραγούδια είναι τραγούδια που υπήρχαν στα συρτάρια, γεννιούνται τώρα ή όλα αυτά μαζί;
Κάποια τραγούδια είναι ένα μουρμουρητό που γράφεις στο κινητό ή ένα στιχάκι που πρόλαβες και έγραψες σε ανύποπτο χρόνο οπουδήποτε. Όταν υπάρχει μια ιδέα που σε κάνει να πατήσεις record έστω και στο κινητό, σημαίνει συνήθως ότι μάλλον κάτι ωραίο πρόκειται να συμβεί. Κάποια βέβαια τα ακούς την άλλη μέρα και απλά τα βλέπει η μέρα και γελά. Και κάποια, προκύπτουν με το που πηγαίνεις στο στούντιο, είτε πιάσεις την κιθάρα, είτε τα πλήκτρα και τα συναντάς λες και σε περίμεναν από καιρό εκεί. Αυτό είναι που αγαπώ περισσότερο από όλα. Όταν ένα τραγούδι σε επισκέπτεται αιφνιδιαστικά εκείνη τη στιγμή και το βλέπεις να συμβαίνει. Αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου. Αλλά μου αρέσει και να πιάνω μια παλιά ιδέα που αισθάνομαι ότι ίσως σήμερα άμα την οδηγήσω σε ένα άλλο μονοπάτι, μπορεί και να βγούμε σε ένα ωραίο καινούργιο ξέφωτο.
Το άγχος του να αρέσει το καινούργιο υλικό το έχεις ή τα χρόνια αυτό το έχουν καλμάρει;
Το μόνο άγχος, αν μπορούμε να το πούμε έτσι ή κάποια εσωτερική αγωνία, είναι να αρέσει σε μένα. Να κάνω κάτι το οποίο να με συγκινήσει. Από την ώρα που κάνω κάτι που μου αρέσει, είναι σίγουρο πως θέλω να το μοιραστώ. Οπότε δεν κάνω πολύ περίπλοκες σκέψεις για το αν θα φτάσει σε μεγάλα ακροατήρια. Τα περισσότερα τραγούδια που είναι σήμερα πολύ αγαπητά, την ώρα που τα είχα γράψει το αισθανόμουν. Καταλάβαινα ότι αυτό το κομμάτι μπορεί να αφορά πολύ κόσμο. Υπάρχουν και κομμάτια για τα οποία είμαι πολύ ευχαριστημένος όπως ο «Παράδεισος» που είναι στον τελευταίο δίσκο, αλλά δεν περιμένω πως θα κάνει και κανένα τεράστιο εμπορικό χαμό ένα κομμάτι σαν αυτό. Τουλάχιστον όχι άμεσα.
Είναι πιο δύσκολα τώρα τα πράγματα χωρίς τις παραδοσιακές δισκογραφικές εταιρείες, που σχεδόν όλα γίνονται αλλιώς; Στο ρωτάω επειδή έχεις ζήσει και τα δύο.
Ναι, έχω ζήσει και τα δύο, αλλά όλο αυτό που λες για τις εταιρείες αφορούσε τις εταιρείες. Δεν αφορούσε εμάς. Έτσι κι αλλιώς και τα τεράστια κέρδη στις εταιρείες πήγαιναν. Εμείς οι μουσικοί, δουλεύαμε ακριβώς όπως δουλεύουμε και τώρα όσον αφορά στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Η επιτυχία απλώς μας έδινε τη δυνατότητα να μπαίνουμε σε ένα στούντιο για μήνες και να δουλεύουμε με λεπτομέρεια και με αφοσίωση το υλικό. Και να το διασκεδάζουμε στ’ αλήθεια. Τώρα πια οι εταιρείες έχουν άλλο χαρακτήρα, κυρίως οι ανεξάρτητες και νομίζω, ότι οι περισσότερες πια δημιουργούν ένα πιο συνολικό πλαίσιο συνεργασίας με τους καλλιτέχνες. Επίσης, πολλοί καλλιτέχνες κινούνται ανεξάρτητα. Απ’ όσο ξέρω στο Χιπ Χοπ αυτό συμβαίνει αρκετά.
Αυτό το πέρασμα στα social media σήμερα που πολλά τραγούδια χρειάζονται το TikTok τους, δεν κάνει τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα για έναν κόσμο που μπορεί να είχε μάθει αλλιώς;
Όπως είπα και πριν, μου αρέσει που υπάρχει αυτή η ποικιλομορφία στο κοινό και ότι είναι διαφορετικές γενιές που κινούνται διαφορετικά μεταξύ τους. Επίσης, μου αρέσει να σκέφτομαι καμία φορά μέσα σε έναν χώρο πώς θα συνυπάρχουν ένας άνθρωπος 60 χρονών με έναν άνθρωπο 18 χρονών. Έχουμε και μικρές ηλικίες στα live. Και περισσότερο αυτό το κομμάτι μου φαίνεται ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα τα τραγούδια νομίζω, ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα βρουν τον δρόμο τους.
Αυτές τις μέρες που σε μελετούσα, έπεσα πάλι πάνω στο τραγούδι «ΣΟΣΙΑΛ». Και το ένιωσα σαν μια απάντηση σε κάτι. Είναι ή κάνω λάθος;
Δεν απαντώ σε κάποιον συγκεκριμένα. Απαντώ σε μια νοοτροπία. Το πόσο εύκολα κάποιος κάθεται πίσω από το πληκτρολόγιο και αρχίζει και πυροβολεί, να πετάει πέτρες. Με μία επιθετικότητα που νομίζω, ότι το ίδιο το μέσο την ενθαρρύνει. Γιατί δεν υπάρχει κάποιος απέναντι να κοιταχτούν κατά πρόσωπο. Να κάνει έναν διάλογο πραγματικό. Και αυτό μου φαίνεται απίστευτα βίαιο. Βάρβαρο. Αυτό που λέμε ανθρωποφαγία στα μίντια είναι υπαρκτό και πολύ συγκεκριμένο. Και αυτό είναι που με σοκάρει. Δεν με νοιάζει πόσο δίκιο έχει κάποιος, αλλά με νοιάζει πολύ ο τρόπος του. Το έζησα με το δίσκο με τις διασκευές του Μαρκόπουλου. Και εννοείται πως δε μιλάω για την καλοπροαίρετη κριτική. Αυτή είναι πάντα καλοδεχούμενη όταν δεν κρύβει φθόνο και υστεροβουλία. Απ’ το επίπεδο του λόγου του καθενός, καταλαβαίνουμε ποτέ κάποιος θέλει να πει τη γνώμη του και αν αξίζει τον κόπο να τον πάρουμε στα σοβαρά. Κι εγώ ο ίδιος κάθομαι εκ των υστέρων και κάνω την αυτοκριτική μου και έτσι προχωράω κάθε φορά.
Έχεις εξηγήσει γιατί υπήρξε αυτή η αντίδραση σε αυτό το υλικό;
Ναι, προφανώς γιατί πάρα πολλοί αισθάνθηκαν ότι πήγα και άγγιξα κάτι ιερό και όσιο, που ταυτίζεται με μια εποχή, με μια νοοτροπία, με μια ιδεολογία και αισθάνθηκαν ίσως, ότι πήρα το υλικό και το οδήγησα κάπου που δεν έπρεπε. Αλλά ήταν τόσο υπερβολική αυτή η αντίδραση. Δεν πήραμε τους δίσκους του Γιάννη Μαρκόπουλου και πήγαμε στο Σύνταγμα και τους βάλαμε φωτιά. Κάναμε ένα σιντάκι δίπλα. Δίπλα. Ούτε καν ανάμεσα. Και γι’ αυτό μου φάνηκε τεράστια υπερβολή. Και καταλάβαινα ότι ο κόσμος ψάχνει κάποιον για να λιθοβολήσει.
Ήταν η πρώτη φορά που έχεις επαφή με τέτοια ένταση;
Ναι, πρώτη φορά. Βέβαια αυτή η κατάσταση υπήρχε στην αρχή. Αυτό που ζω τώρα, μετά από τρία-τέσσερα χρόνια, είναι τελείως διαφορετικό. Δηλαδή, το feedback που μου έρχεται τώρα, είναι πέραν της φαντασίας μου. Δεν περίμενα πως κάποιος θα με σταματήσει στον δρόμο για να μου πει «σε ευχαριστώ για αυτόν τον δίσκο». Γιατί έχω κάνει τόσους δικούς μου. Για να το πω διαφορετικά, μου έχει επιστραφεί πολλή αγάπη και για αυτό το πράγμα, αλλά κάπως πιο καθυστερημένα. Η επιθετικότητα μου φαίνεται παράταιρη, όχι η διαφωνία.
Πώς ήταν η νύχτα όλα αυτά τα χρόνια; Σκληρή;
Με κάνεις να αισθάνομαι σαν να είμαι ο Μαζωνάκης (γέλια). Δεν πιστεύω ότι ζω τη νύχτα πολύ διαφορετικά από εσένα, γιατί δεν έχω δουλέψει τη νύχτα έτσι όπως την εννοείς. Συνήθως όταν λέμε νύχτα, εννοούμε τα μαγαζιά. Εγώ δεν έχω δουλέψει ποτέ σε μαγαζιά για να σου πω πώς είναι αυτή η νύχτα. Άλλο το να περιοδεύεις και να ζεις με ένταση τη ζωή σου. Νομίζω, ότι ο καθένας μπορεί να το κάνει. Ίσως και πολύ πιο έντονα από εμένα πια.
Τη ματαιοδοξία σου την έχεις ταΐσει; Υπήρξε στιγμή που ένιωσες ο Παύλος να «καβαλάει το καλάμι» που λέμε; Υπήρξε αυτό το παιδί που «καβάλησε» λίγο;
Είχα την τύχη να έρθει αυτή η επιτυχία όντας πια αρκετά μεγάλος. Μετά τα τριάντα. Αλήθεια δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα στα είκοσι μου. Είχε περάσει πολύς καιρός που εγώ δούλευα, έφτιαχνα πράγματα τα οποία μου άρεσαν και δεν είχαν άμεση ανταπόκριση. Οπότε η ματαιοδοξία, σαν να είχε ήδη λίγο κλαδευτεί πριν να προλάβει να φουντώσει. Και τα υπόλοιπα «Ξύλινα Σπαθιά», όλοι, ήμασταν πια μεγάλα παιδιά. Και δεν ήταν και τόσο παιδιάστικες οι αντιδράσεις μας. Ίσως και γι’ αυτό καταφέρναμε και κάναμε τον έναν δίσκο μετά τον άλλον με κάποια συνέπεια και με κάποια αφοσίωση. Νομίζω, ότι περισσότερο απολαμβάναμε τη χαρά που επιτέλους δεν χρειάζεται να κάνεις κάποια άλλη δουλειά για να ζήσεις. Αυτό ήταν τόσο μεγάλο και καθοριστικό για μας. Γιατί ήμασταν και μια ολόκληρη παρέα. Και ίσως, όταν είναι μια παρέα που ζει την επιτυχία, πολύ πιο δύσκολα του ενός αποκλειστικά τα μυαλά θα πάρουν αέρα. Μην ξεχνάς και το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη από κατασκευής, δεν ενθαρρύνει το τοπικό star system. Όλοι συναντούν κάποια στιγμή όλους στο κέντρο. Ψωνισμένος μπορεί να είσαι και χωρίς να παίζεις μουσική.
Στους δικούς σου ανθρώπους άρεσε; Πώς υποδέχτηκε η οικογένειά σου ότι θα κάνεις αυτό;
Εγώ είχα μπει μικρός στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έτσι βρέθηκα σ’ αυτή την πόλη. Το ότι την παράτησα για να ασχοληθώ με το πανκ, δεν νομίζω πως τους ενθουσίασε. Και αν σκεφτείς ότι ήταν μια εργατική οικογένεια που ήταν πολύ σπουδαίο για αυτούς το παιδί τους να γίνει δικηγόρος. Οπότε μετά από δεκαπέντε χρόνια ζώντας το ότι αυτό το καημένο το παιδί έχασε το δρόμο του και καταστράφηκε, κάποια στιγμή νομίζω είδε ο πατέρας μου τη φάτσα μου στο περιοδικό «Έψιλον» σε ένα περίπτερο και νομίζω ότι εκεί κατάλαβε περίπου τι κάνω. Οπότε από εκεί και μετά ήταν πιο καλά τα πράγματα. Εκεί ηρέμησε η κατάσταση.
Θέλω να μου κάνεις μία αφήγηση του εαυτού σου με πέντε τραγούδια σου μόνο.
Είναι πιο εύκολο κάποιος να περάσει στην Νομική παρά να κάνω αυτό που μόλις μου ζήτησες. Πέντε μόνο;
Έτσι χωρίς να το πολυσκεφτείς.
Να περιγράψω με πέντε τραγούδια τον εαυτό μου; Μπορώ να πάω έτσι τώρα, τελείως ενστικτωδώς, σε παλιούς δίσκους και να ξεκινήσω από εκεί. Αν πήγαινα στον πρώτο, θα έβαζα «Το νερό που κυλάει». Αν πήγαινα στον δεύτερο, θα σου έλεγα το «Ατλαντίς». Αν πήγαινα στον τρίτο…Τώρα έχω πολλούς. Τώρα πρέπει να παρακάμψω κάποιους;
Κάνε ό,τι θες.
Σίγουρα το «Μπρανκαλεόνε» είναι πολύ αυτοβιογραφικό κομμάτι. «Ο Κηπουρός» ήταν ένα κομμάτι που όταν το έγραψα αισθανόμουν ότι καλά έκανα και το έγραψα.
Και από το δίσκο του Μαρκόπουλου.
Το «Πέρα από τη θάλασσα». Και δεν είναι τυχαίο που το έβαλα πρώτο και έτσι ονομάσαμε και τον δίσκο και την παράσταση που κάναμε στη Στέγη. Είναι όμως τόσα πολλά που είναι αδύνατον να διαλέξω. Θα μείνω σε αυτά.
Ποια είναι η σχέση σου με αυτή την πόλη, με την Αθήνα; Αγαπιέστε;
Η σχέση μου με αυτή την πόλη ξεκινάει από την παιδική μου ηλικία. Από πολύ μικρή ηλικία. Τρίτη δημοτικού πήγαινα σχολείο στη Νίκαια. Έχω εικόνες από πολύ μικρός. Και στα 18 μου έχω μείνει εδώ, πριν να ασχοληθώ με τη μουσική επαγγελματικά. Είναι μία πόλη που για μένα πάντοτε ήταν σαν αγκαλιά. Αλλά η ερωτική μου σχέση μαζί της, νομίζω ότι ξεκινάει από το «Ρόδον». Από τις συναυλίες στο «Ρόδον». Όπου ξαφνικά ερχόμαστε εδώ και ακούμε από το ραδιόφωνο από την εθνική, μαθαίνουμε ότι οι συναυλίες είναι sold out και ότι βάζουν καινούργια ημέρα. Ερχόμασταν και μέναμε σε υπέροχα ξενοδοχεία. Παίζαμε στο Rockwave με τους Pulp. Ήταν όλο σαν παραμύθι. Στην Αθήνα ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι έχω τριφτεί με την σκληρή πραγματικότητά της. Με την ημέρα της. Την ζούσαμε τις όμορφες νύχτες. Ήταν έντονα, μεθυστικά. Ενώ θεωρητικά δεν είναι η πατρίδα μου, τώρα σε λίγο θα αρχίσουν να συμπληρώνονται τα ίδια χρόνια που έχω ζήσει και στη Θεσσαλονίκη σε αριθμό και την αγαπώ πια και για πολλούς και καθαρά προσωπικούς λόγους. Δεν έχω καταφέρει ποτέ να ταυτιστώ αποκλειστικά με κάποια πόλη. Και αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει. Ενώ είναι πατρίδα μου η Βέροια, σαφώς και είναι όλες οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία από εκεί, είναι σαν να φεύγω από τη μία πόλη στην άλλη και χωρίς να το καταλαβαίνω, να κρατάω ότι καλύτερο μου έχει συμβεί σε όλα τα μέρη. Τώρα η Αθήνα, είναι σίγουρα αυτό που λέμε πόλη. Όταν την κοιτάζω από ψηλά, μου φαίνεται από τα πιο τρομακτικά πράγματα που έχω δει. Αλλά όταν μπαίνω σε μέρη σαν αυτά που είμαστε εδώ, συνειδητοποιώ ότι είναι μια πόλη που προσφέρεται για εξερεύνηση. Προσπαθώ να μελετάω την ιστορία της, να καταλαβαίνω, να υποπτεύομαι τα διάφορα στάδια που έχει περάσει. Και από την άλλη έχω ζήσει σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη, που έχει ιστορία 3000 χρόνια, χωρίς χάσμα, με τόσους πολιτισμούς, με τόσες θρησκείες να συνυπάρχουν. Ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Είναι από τις ελάχιστες πόλεις η Θεσσαλονίκη, που κατάφεραν σε ισόποσα περίπου πληθυσμιακά μεγέθη να υπάρχουν τρεις εθνότητες με διαφορετικά θρησκεύματα. Και από την άλλη, όταν πηγαίνω στη Βέροια και διασχίζω τον κάμπο για να τη φτάσω, πάλι νιώθω κάτι ασύγκριτο. Αισθάνομαι επίσης βαθιά μέσα μου την Αμοργό. Όπως και το Παρίσι. Επειδή συνδέω τα μέρη με τα τραγούδια. Με το που συμβαίνει αυτό, είναι σαν να βγαίνει μια ρίζα μέσα σου. Πηγαίνω στην Αμοργό και αισθάνομαι ότι πηγαίνω σπίτι μου. Αισθάνομαι ότι είναι πατρίδα μου, όπου έχω γράψω μουσική.
Θέλω να ξεκινήσουμε, από αυτό που έγινε στο Release Athens. Χιλιάδες κόσμου μαζεύτηκε για να σε ακούσει. Πώς το βίωσες, πώς το υποδέχτηκε το σύστημά σου και πες μου και αν το περίμενες.
Κοίτα, μετά από αυτό που έγινε στον Λυκαβηττό τον Σεπτέμβριο, είχαμε την αίσθηση ότι θα πάει καλά και αυτό το live. Για να πω την αλήθεια όμως, ήταν ευχάριστη έκπληξη ότι έφτασε σε αυτόν τον αριθμό ο κόσμος. Σίγουρα είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα που μπορεί να ζήσει κάποιος αν κάνει τη δουλειά που κάνουμε. Μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα περισσότερο από την ποιότητα του κοινού, από την συμπεριφορά και από όλο το vibe, από όλη την συμμετοχή, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Μου φάνηκε ότι ήταν εκεί πάνω από δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι που παρακολουθούσαν αυτό που συμβαίνει μ’ ένα μυσταγωγικό τρόπο. Ακόμη κι όταν υπήρχε ένταση και χορός, αισθανόμουν τον κόσμο σαν ένα σώμα, σαν να χορεύουμε όλοι μαζί συντονισμένοι με ένα πολύ ωραίο αίσθημα.
Γιατί μου το υπογραμμίζεις τώρα; Δεν είναι έτσι γενικά;
Το υπογραμμίζω γιατί έχω ζήσει σε διάφορες δεκαετίες το κοινό και τώρα αυτή η σύνθεση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι όντως πια δύο-τρεις περίπου γενιές και βλέπω ότι όλο και περισσότερο ο κόσμος συντονίζεται με το στιχουργικό κομμάτι. Αυτό δημιουργεί αυτόματα ένα διαφορετικό κλίμα απ’ ότι παλιότερα. Στην δεκαετία του 1990 κυριαρχούσαν στις συναυλίες μας η ένταση και ένας άλλου τύπου χορός και παλμός. Ήταν κάπως πιο μονοδιάστατο. Τώρα αισθάνθηκα στ’ αλήθεια, ότι είναι μια καινούργια εποχή, όπου ο κόσμος έχοντας ανακαλύψει και τη δισκογραφία μετά τα «Ξύλινα Σπαθιά», μπορεί και δίνει δύναμη σε πιο εσωτερικά τραγούδια και αυτό το απολαμβάνουμε μ έναν διαφορετικό τρόπο. Πιστεύω ότι ίσως σε κάποιο βαθμό επηρεάζεται το συνολικό αίσθημα και από το ότι υπάρχουν πια και τα visuals. Οπότε είναι οπτικό-ακουστικό αυτό που συμβαίνει. Kαι αυτό μάλλον δημιουργεί μια καινούργια συνθήκη εκ των πραγμάτων. Δεν είναι τόσο απλό σαν εγχείρημα, γιατί όπως και να το κάνουμε πρώτα βλέπουμε και μετά ακούμε. Είναι μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εικόνα και τη μουσική, κυρίως όταν έχεις τραγούδια στα οποία οι εικόνες μέσω των στίχων πρέπει να μη συγκρουστούν με αυτές της οθόνης. Πιστεύω ότι ο Βασίλης που το σκηνοθέτησε τα κατάφερε. Σίγουρα ήταν από τα πιο ωραία πράγματα που έχω ζήσει στη ζωή μου. Το αισθανόμουν και πριν ανέβω στη σκηνή. Ακριβώς τη στιγμή που έβαλα τα ακουστικά και άκουσα τον κόσμο κάτω, πριν καν τον δω, κατάλαβα ότι θα είναι σπουδαία βραδιά.
Αυτή η ανανέωση του κοινού δεν είναι και μια επιβράβευση;
Αυτό είναι το πιο ωραίο συναίσθημα, γιατί βλέπεις ότι τα τραγούδια ταξιδεύουν στον χρόνο και συναντούν μια επόμενη γενιά. Είναι το πιο τιμητικό που μπορείς να ζήσεις από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεσαι. Και αυτό που μου κάνει εντύπωση επίσης, είναι ότι ενώ υπάρχουν παλιά τραγούδια από την εποχή των «Σπαθιών» που είναι πολύ αγαπητά, υπάρχουν πια και τραγούδια από την προσωπική μου πορεία που όταν βγήκαν δεν είχαν τέτοια αποδοχή και τώρα έχουν βγει ξαφνικά μπροστά. Φυσικά βλέπουμε ξεκάθαρα και το ρόλο που έπαιξε ο τελευταίος δίσκος. Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι συνοδεύομαι πια απ’ την υπέροχη παρέα της Fine Records, έχω λίγο την αίσθηση ότι ένα μεγάλο μέρος απ’ την καινούργια γενιά, αλλά και αρκετοί πιο μεγάλοι σε ηλικία, πρέπει να ανακάλυψαν τη μουσική μου κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μέσα στο lockdown νομίζω, ότι πολύς κόσμος έκατσε και κοίταξε γύρω του. Επειδή σταματήσαμε όλοι να τρέχουμε σαν τρελοί, αρχίσαμε να βλέπουμε το τοπίο. Και μέσα στο τοπίο είναι και οι μουσικές.
Άρα σε ξαναανακάλυψε κόσμος; Αυτό μου λες;
Νομίζω, ότι σε ένα μεγάλο βαθμό έγινε και αυτό.
Το έκανες και εσύ μέσα στην πανδημία αυτό; Κατέβασες που λέμε ταχύτητες και έκατσες και άκουσες πράγματα;
Ναι. Πολύ. Αλλά έχουν αλλάξει πια και οι πλατφόρμες. Τώρα μπορείς να βάλεις έναν καλλιτέχνη και να σου βγάλει το Spotify άλλους 20, που τους μισούς μπορεί και να τους ήξερες και τους άλλους μισούς να τους αγνοούσες. Είναι σαν ένα ντιτζεϊλίκι που συμβαίνει ερήμην μας, που έχει τα καλά του και τα κακά του. Αλλά εγώ σίγουρα ανακάλυψα πολλά καινούργια πράγματα στη μουσική με αυτόν τον τρόπο.
Δημιούργησες μέσα στην καραντίνα; Εμπνεύστηκες ή μπήκες σε παύση;
Όχι, δεν μπήκα σε παύση. Ήταν περίοδος που έτρεξα, αλλά με κάποια άλλη χαλαρότητα. Πριν την καραντίνα είχα ξεκινήσει το δίσκο με τις διασκευές του Μαρκόπουλου και με το που μπήκε η καραντίνα, αυτό πάγωσε λίγο. Αλλά συνέχισα να κάνω τα δικά μου τραγούδια. Μέσα στην καραντίνα ολοκλήρωσα το «Μαύρο Κουτί» που είναι ο προηγούμενος δίσκος. Ήταν δημιουργική περίοδος, γιατί σταμάτησαν οι συναυλίες, σταμάτησαν τα ταξίδια, αλλά έτσι και αλλιώς εμείς δουλεύουμε μέσα. Το σπίτι μας είναι και το στούντιό μας πια. Γιατί πια χωράνε όλα σε ένα λάπτοπ και σε μια κάρτα, οπότε αν θέλεις να δουλέψεις είναι όλα εκεί. Και έτρεξα στη δουλειά μου, αλλά και κατάφερα να χαμηλώσω τους ρυθμούς και να παρατηρήσω τι πράγματα υπάρχουν γύρω μου.
Φόβοι δε σε επισκέφτηκαν εκείνη την περίοδο; Ο φόβος της μοναξιάς, του χρόνου;
Όχι. Νομίζω, πως είμαι και αρκετά μοναχικός τύπος. Όταν δουλεύουμε δεν μπορεί να περιστοιχιζόμαστε από πλήθη. Είναι μοναχική δουλειά. Και κυρίως το στιχουργικό κομμάτι είναι απολύτως μοναχικό. Δεν αισθάνθηκα ότι παραβιάστηκε κάτι που είχα. Δεν αισθάνθηκα ότι έχασα ξαφνικά κάτι. Το οικονομικό κομμάτι ήταν ένας εφιάλτης για όλους τους ανθρώπους της μουσικής, αλλά και των άλλων τεχνών. Χάρηκα όμως που είδα όλο τον κόσμο να φρενάρει και να αρχίζει να κοιτάζει γύρω του. Και να συνειδητοποιεί ότι ίσως να τρέχαμε και με έναν κάπως ανόητο τρόπο.
Και για σένα το λες;
Ναι, βέβαια. Νομίζω, ότι όλοι παρασυρόμαστε από έναν συγκεκριμένο ρυθμό. Δεν ζούσα σε καμιά σπηλιά εγώ. Παρακολουθώ το ρυθμό της κοινωνίας γύρω μου.
Τώρα που έχει περάσει τόσος καιρός και είσαι πλέον αυτός που είσαι επαγγελματικά, έχεις εξηγήσει στον εαυτό σου γιατί ακολούθησες αυτόν τον δρόμο; Έχει ποτέ διατυπωθεί το ερώτημα μέσα σου και αν έχει διατυπωθεί, έχεις πια απαντήσεις;
Ξέρεις τι; Αυτό το ερώτημα έχει τεθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια που σχεδόν έχω ξεχάσει ποιο είναι. Είναι όπως στο βιβλίο του Ντάγκλας Άνταμς που ξέρανε ποια είναι η απάντηση, αλλά δεν θυμόντουσαν πια ποια ήταν η ερώτηση. Έχω πολλά πολλά χρόνια που ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω με την ίδια αφοσίωση. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι τώρα ξαφνικά θα απαντηθεί κάποιο ερώτημα. Έχει βέβαια απαντηθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό το ερώτημα αν έκανα καλά που διάλεξα αυτόν τον δρόμο. Είναι πολλά τα χρόνια που δεν το σκέφτομαι, γιατί είχα και τη χαρά κάπου στα 90s, να έχω αυτή την επιτυχία με τα «Ξύλινα Σπαθιά» και να μην χρειάζεται να πολυσκέφτομαι για το τι κάνω. Σίγουρα κάνω αυτό που μου αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Τα «Ξύλινα Σπαθιά» έρχονται στην κουβέντα μας. Αναρωτιέμαι, σ’ αρέσει να μιλάς γι’ αυτό;
Εννοείται. Γιατί να μη μου αρέσει;
Μπορεί να είναι ένα κομμάτι που να μην θες να το πιάσεις πια. Δεν αρέσει σε όλους να μιλάνε για το παρελθόν τους.
Για μένα τα «Ξύλινα Σπαθιά», είναι μια χρυσή περίοδος της ζωής μου. Με τα «Ξύλινα Σπαθιά», αισθάνθηκα ότι ξαφνικά το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Έχω τόσο καταπληκτικές αναμνήσεις. Ποτέ δεν είναι όλα ρόδινα και εύκολα, αλλά θαυμάζω αυτά τα παιδιά πολύ βαθιά. Και όποτε έχω συναντηθεί μαζί τους, υπάρχει μαγεία. Υπάρχει μια βαθιά αγάπη απ’ τη μεριά μου έστω και εξ αποστάσεως. Διάβασα μάλιστα και μια συνέντευξη του Τόλιου πριν λίγο καιρό και μου άρεσε πολύ.
Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε μπάντα και έχει μια εντελώς συλλογική κουλτούρα, ξαφνικά βρίσκεται σε μια σόλο διαδρομή. Ήταν εύκολη η μετάβασή σου σε μια πιο σόλο διαδρομή;
Εγώ και πριν τα «Ξύλινα Σπαθιά» έκανα ακριβώς αυτό που κάνω και τώρα. Δεν είμαι και τόσο πολύ ο μουσικός που αν δεν συνοδεύεται, δεν δημιουργεί. Για να πω την αλήθεια, όλο τον πρώτο δίσκο και κάποια κομμάτια από τον δεύτερο και μεταγενέστερα κομμάτια, τα είχα γράψει πριν καν γνωρίσω τα «Ξύλινα Σπαθιά». Και αυτό συνεχίζω να κάνω και τώρα. Για μένα η τραγουδοποιία, είναι κάτι που με αφορά στην καθημερινότητα. Δεν χρειάζεται να πάω σε ένα στούντιο, να συνεργαστώ με κάποιους και να γράψω ένα τραγούδι. Με τα «Ξύλινα Σπαθιά» όμως, ακριβώς επειδή δημιουργήθηκε ένα αληθινό συγκρότημα, κάποια στιγμή προέκυπταν τραγούδια και από τη σύμπραξή μας. Και μάλιστα όχι λίγα. Είναι πολλά τραγούδια που αν δεν ήμουν με τα «Ξύλινα Σπαθιά», δεν θα είχαν γραφτεί ποτέ. Γιατί καμιά φορά ξεκινάς από κάτι που βρίσκει ο άλλος, το χτίζεις παρέα το κομμάτι και με τους υπόλοιπους και στο τέλος πρέπει να δεις τώρα και τι λέει. Αυτό το έκανα πάντα στο τέλος μόνος μου και κάθε φορά που πήγαινα να τους παρουσιάσω τους στίχους μου αισθανόμουν το αυστηρό τους κριτήριο. Φίνα παιδιά.
Ήταν φιλόξενη εκείνη η δεκαετία Παύλο; Ήταν φιλόξενη για τη μουσική ρότα σας, για αυτό που λέμε ελληνικό ροκ. Ήταν φιλόξενη δεκαετία ή την κάνατε εσείς και μια σειρά από άλλες μπάντες της εποχής να είναι;
Κοίτα, αυτό που λέμε ελληνικό ροκ έχει την αρχή του, πολύ πίσω, στα 60’s και 70’s και ξέρουμε και πολύ καλά πoιοι είναι οι εκπρόσωποι εκείνων των δεκαετιών. Όπως και να το κάνουμε, ο Πουλικάκος και ο Σιδηρόπουλος, ήταν οι άνθρωποι που κατά κάποιο τρόπο σε έπειθαν ότι μπορείς να τραγουδήσεις στα ελληνικά, γιατί υπήρχε και αυτό το θέμα τότε. Ο Σαββόπουλος επίσης, είχε χρησιμοποιήσει παρόμοιες φόρμες υπερβολικά πετυχημένα. Οπότε τη φόρα την είχαμε από αυτούς. Τώρα εμένα η εκκίνησή μου είναι στη δεκαετία του 80, αλλά η προσωπική μου πορεία έχει να κάνει με τα «Σπαθιά». Είναι πολύ ωραία διατυπωμένη η ερώτησή σου. Ήταν φιλόξενη ή την κάνατε να είναι φιλόξενη. Νομίζω, πως ποτέ, καμιά δεκαετία δεν ήταν ιδιαίτερα φιλόξενη για αυτό το είδος της μουσικής σε αυτή την χώρα. Σίγουρα το ότι μόλις τότε, έναν χρόνο πριν, είχαν καταφέρει οι «Τρύπες» να γεμίσουν τον Λυκαβηττό, για τη δική μας τη σκηνή και κυρίως για τη σκηνή της Θεσσαλονίκης, ήταν ένα «πριν και μετά». Και κάπως τα «Εννιά πληρωμένα τραγούδια» για μένα, ήταν η αρχή μιας καινούργιας εποχής. Έτυχε εκείνη την εποχή να κάνουμε και εμείς το «Ξεσσαλονίκη» και αμέσως ύστερα το «Πέρα από τις πόλεις της ασφάλτου» και εκεί πέρα έγινε πολύ ξεκάθαρο ότι υπάρχει πια ένα κοινό, το οποίο είναι έτοιμο να ακούσει, να παρακολουθήσει και να στηρίξει όλο αυτό το πράγμα και ήταν σίγουρα κάπως πρωτοφανές να βλέπεις γεμάτα θέατρα που έπαιζαν μπάντες με αυτόν τον ήχο και λέγανε πάνω κάτω αυτά τα πράγματα. Έγινε ας πούμε πιο μαζικό.
Και εκτός Star System, έτσι;
Απολύτως. Υπήρχε βέβαια και ο Γιάννης Πετρίδης, ο οποίος έλεγε στην ουσία, «αφήστε τους να κάνουν ό,τι ακριβώς θέλουν και απλώς περιμένετε να μας δώσουν το μάστερ». Αυτό ήταν όντως καταπληκτικό. Να μπαίνουμε σε ένα στούντιο υπερσύγχρονο, ακριβό, να δουλεύουμε χωρίς κανένα περιορισμό, να κάνουμε ακριβώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας και να έχουμε και κάποια αποτελέσματα ενδιαφέροντα. Γιατί και η παραγωγή του ήχου εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, ειδικά σε αυτό το είδος, νομίζω, πως ήταν πολύ πίσω. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρναμε μέσα από όλες τις επιρροές και τα ακούσματα που είχαμε, να διαμορφώνουμε κάτι δικό μας. Σαφώς όμως το στιχουργικό κομμάτι ήταν καθοριστικό και ίσως είναι και ακόμη για το πόσο δημοφιλής θα ήσουν.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν ακόμη οι δισκογραφικές με τον παραδοσιακό τρόπο που τις ξέραμε. Αμφισβητήσεις ή δυσπιστία απέναντι σε κάτι καινούργιο που ερχόταν ζήσατε; Είπες πως οι «Τρύπες» όταν γέμισαν τον Λυκαβηττό, έφτιαξαν ένα «πριν και ένα μετά». Μέχρι να το κάνουν αυτό ήταν δύσκολα;
Απολύτως. Ήταν εχθρικά, όχι απλά δύσκολα.
Άρα δεν είχε κανείς φανταστεί αυτό που μπορεί να συμβεί;
Μόνο εμείς στο μυαλό μας. Αλλά ήταν τόσο ουτοπικό, που και εμείς οι ίδιοι καμιά φορά γραπωνόμασταν απ’ αυτή την πίστη μας. Βέβαια με το που γράφεις ένα τραγούδι που καταλαβαίνεις ότι μάλλον αφορά πολύ κόσμο, η πίστη αυτή ενισχύεται. Θυμάμαι πολύ καλά πώς αισθάνθηκα όταν έγραψα τη «Σιωπή». Καταλάβαινα ότι αυτό το κομμάτι απλώς είναι ζήτημα χρόνου να φτάσει στον κόσμο και να φύγει, να ταξιδέψει μέσα στον κόσμο. Νομίζω, ότι αυτό είναι που περισσότερο μας έδινε τη δύναμη να συνεχίζουμε και την πίστη και το κουράγιο να αντέχουμε μέσα στα χρόνια, ώσπου να συμβεί αυτό που λέμε επιτυχία. Έχει και ένα πολύ ωραίο στιχάκι ο Μάλαμας που νομίζω ότι περιγράφει κάτι παρόμοιο. Λέει «Όποιος έκρυψε βαθιά του το πιο όμορφο όνειρό του, τον δροσίζει η σκιά του και κρατιέται από το χορό του». Και κάπως έτσι κι εμείς δροσιζόμασταν από τη σκιά μας και κρατιόμασταν απ’ τον χορό μας. Ώσπου εμφανίστηκε και ο κόσμος κι όλα γίνανε πιο γιορτινά.
Η μαζική αυτή επιτυχία για έναν άνθρωπο όπως εσύ που αυτοπροσδιορίζεται ως μοναχικός, έχει και μια άλλη πλευρά; Δημιουργούσε και έναν φόβο αυτή η αποδοχή; Ήταν και κάπως τρομακτικό όλο αυτό με την έκθεση;
Τρομακτικό είναι να σκέφτεσαι ότι θα πρέπει να ξυπνάς κάθε πρωί στις 6, να παστωθείς σ’ ένα λεωφορείο επί μία ώρα, να αλλάξεις λεωφορείο, να πας να δουλεύεις 14 ώρες στον ήλιο σε ένα γιαπί, ή να ξεφορτώνεις καλοριφέρ στο Καλοχώρι για την υπόλοιπη ζωή σου. Αυτό είναι τρομακτικό. Αυτό που ζούσαμε εμείς, δεν ήταν καθόλου τρομακτικό. Ήταν υπέροχο. Τρομακτικά πράγματα συμβαίνουν τώρα που μιλάμε. Αλλά όχι αυτό. Σίγουρα τραντάζεται το μέσα σου, η ψυχή σου. Γίνονται διάφορες σεισμικές δονήσεις και ανακατατάξεις. Αλλά το τελευταίο πράγμα που θα έλεγα είναι ότι είναι τρομακτικό. Τρομακτικό είναι να προσπαθείς και να μην φτάνεις εκεί που θα ήθελες.
Έχω νιώσει πολλές φορές ότι αυτή η σκληρή πραγματικότητα, έχει γίνει περιεχόμενο και έμπνευση στα τραγούδια σου. Δεν αναφέρομαι σε εκείνη την εποχή μόνο. Αναφέρομαι και στη πρόσφατη εποχή. Θεωρώ τραγούδι σταθμό, το τραγούδι που έγραψες για τον Ζακ. Θα ήθελα πολύ να μου πεις γι’ αυτό. Αν είναι ανάγκη σου, αν σου επιβάλλει η πραγματικότητα να γράψεις για κάτι τέτοιο. Γιατί σίγουρα, ακούγοντάς το, δεν νιώθω ότι είναι κάτι τυχαίο.
Όχι, φυσικά. Αυτό που ήταν τυχαίο, ήταν το ότι με το που άρχισα να γράφω το τραγούδι, μία-δύο μέρες μετά από το περιστατικό ή μία εβδομάδα, δεν θυμάμαι ακριβώς, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η Μαρία Λούκα που είναι δημοσιογράφος, η οποία με ρώτησε αν θέλω να κάνω κάποια δήλωση για αυτό το περιστατικό, για τη δολοφονία του Ζακ. Και της είπα ότι νομίζω πως έχω ένα ολόκληρο τραγούδι να πω. Ότι έχω γράψει ένα κείμενο που έχει ήδη γίνει τραγούδι. Και ότι αντί να πω κάτι άλλο, ίσως θα ήταν καλύτερα να βάλουμε τους στίχους. Μου είπε σήμερα το βράδυ, αν θες μπορούμε να βρεθούμε, θα πάμε σε ένα μέρος που σύχναζε η παρέα του Ζακ. Και όντως πήγαμε εκεί και βρέθηκα με κάποια από τα παιδιά αυτής της κοινότητας, ήταν και άλλοι δημοσιογράφοι, ήταν πολύ σοκαρισμένος ο κόσμος. Ήταν πάρα πολύ φρέσκο αυτό και τόσο σκληρό. Και χωρίς να το πολυκαταλάβω, βρέθηκα με την σκηνοθέτρια Μαρίνα Δανέζη, η οποία με το που της το πρότεινα, μου λέει φύγαμε τώρα. Μου είπε νομίζω ότι «ξέρω όλα αυτά τα παιδιά που θα θέλουν να συμμετέχουν και να βοηθήσουν». Ξεκαθάρισα ότι είναι και κάτι που δεν σκοπεύω να το βάλω σε κάποιο δίσκο ή να το εμπορευθεί κάποια εταιρεία. Και δημιουργήθηκε το βιντεοκλίπ μέσα σε ένα πολύ ωραίο κλίμα, το οποίο είχε και πολλή συγκίνηση, αλλά είχε και πάρα πολλή ένταση. Υπήρχε ένα μοναδικό συναίσθημα, ειδικά την ημέρα των γυρισμάτων, γιατί γυρίστηκε όλο σε μία ημέρα, από το πρωί ως τα μεσάνυχτα και σχεδόν μέχρι το άλλο πρωί. Ήταν από τα πιο ωραία πράγματα που έχω ζήσει και από τα πιο ιδιαίτερα. Ήταν πολύ συνειδητό αυτό που κάναμε σε αυτό το τραγούδι. Δεν θέλησα ποτέ να ταυτιστεί αποκλειστικά με τη δολοφονία του Ζακ, γιατί αισθανόμουν ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι τους οποίους τσαλαπατάει η κοινωνία με καθαρά ρατσιστικά κριτήρια, κοιτώντας τον κόσμο από την κλειδαρότρυπα. Το μισό κομμάτι είναι αφιερωμένο στη βία που μπορεί να υποστεί κάποιος στον δρόμο ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός. Το υπόλοιπο έχει να κάνει με την αδιαφορία των περαστικών. Αυτό ήταν που με σόκαρε, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο. Δεν καταλάβαινα πότε φτάσαμε ως κοινωνία σε αυτό το σημείο και κάποιοι να ποδοπατούν έναν άνθρωπο στο κέντρο έτσι απλά. Ακόμα και τώρα που το λέω δεν μπορώ να το καταλάβω. Το πώς μπορεί κάποιος να περάσει δίπλα από ένα τέτοιο περιστατικό και απλά να σηκώσει το κινητό να το καταγράψει χωρίς να κάνει τίποτε. Χαίρομαι εκ των υστέρων που έγραψα αυτό το τραγούδι. Χαίρομαι που είναι εκεί έξω. Κάποιοι άνθρωποι αισθάνθηκαν ότι μπορεί να μην είμαστε τόσο μόνοι μας.
Πήρες feedback;
Βέβαια. Και χαίρομαι που οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι το θέμα που θίγει το τραγούδι είναι πολύπλευρο. Δεν ξέρω ποια ακριβώς είναι η περίοδος του πένθους που πρέπει να τηρείται μέχρι να μιλήσει ή να ουρλιάξει κάποιος, αλλά αισθάνθηκα πολύ κοντά μου όλους όσους συμμετείχαν τότε.
Με το χέρι στην καρδιά, σου αρέσουν οι συνεντεύξεις; Τώρα που είμαστε εδώ, σου αρέσει ή είναι ένα αναγκαίο κακό της δουλειάς;
Ποτέ δεν το έχω δει έτσι. Πιστεύω ότι κάθε φορά μια συνέντευξη, είναι ευκαιρία να φωτίσεις κάποια πράγματα με έναν άλλο τρόπο. Εγώ δεν αισθάνομαι ότι το μόνο πράγμα που μου αντιστοιχεί, είναι να φτιάχνω τραγούδια. Είμαι ένας τύπος που παρατηρεί και συμμετέχει στην κοινωνία. Η μοναχικότητα δεν σημαίνει αποστροφή της πραγματικότητας. Καμιά φορά, πρέπει να υπάρχει η μοναχικότητα για να μην χάνεσαι στο πλήθος. Για να μπορείς να το δεις και το πλήθος πιο καθαρά. Όχι για να το υμνήσεις ή να το προστατέψεις αφ’ υψηλού, απλά να δεις και τον εαυτό σου μέσα του πιο καθαρά. Για μένα, μοναχικότητα σημαίνει και focus.
Ερχόμουν με ένα άγχος αν σου αρέσουν αυτές οι κουβέντες ή θέλεις μόνο να μιλάς με τα τραγούδια σου.
Όχι, το κομμάτι των συνεντεύξεων είναι κάτι που το αγαπώ. Και καμιά φορά, είναι πιο εύκολο να απαντάς σε γραπτές ερωτήσεις, αλλά όταν υπάρχει ένα καλό αίσθημα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που μιλάνε, νομίζω ότι είναι μοναδικό.
Άρα οι καλλιτέχνες πρέπει να μιλάνε και να τοποθετούνται και για άλλα ζητήματα πέρα από τη δουλειά τους;
Δεν τους ξέρω όλους (γέλια). Ποτέ δεν σκέφτομαι τι πρέπει να κάνουν οι καλλιτέχνες. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένα μοντέλο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας άνθρωπος ώστε να ξέρουμε τι πρέπει να κάνει. Πιστεύω ότι υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες με διαφορετικές ανάγκες απ’ τις δικές μου. Κάνουν πολύ σπουδαία πράγματα και δεν συμπεριφέρονται όπως εγώ. Αλλιώς θα είχε φτιάξει τη φύση έναν και θα ξέραμε ακριβώς ποια είναι η άποψή του για όλα.
Όταν όμως συμβαίνουν εκκωφαντικά πράγματα; Όπως τώρα με τη Γάζα, μπορώ να ρωτήσω τον Παύλο Παυλίδη για τη Γάζα και ο Παύλος Παυλίδης μπορεί να μιλήσει για τη Γάζα;
Σίγουρα. Απλώς δεν θα έλεγα ποτέ, ότι αν κάποιος δεν μιλήσει, είναι ένας άνθρωπος που δεν αξίζει τον κόπο, είναι κάποιος διεφθαρμένος, είναι κάποιος ανάξιος λόγου. Δε μου αρέσει η ποινικοποίηση της σιωπής. Δεν πιστεύω στα γκέτο. Ποτέ δεν μπαίνω σε τέτοια λογική και ποτέ δεν στενεύω και τον ορίζοντα των σχέσεών μου. Μπορώ να συναναστραφώ ανθρώπους που δεν πιστεύουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με μένα. Προσπαθώ συνέχεια να μπαίνω στη θέση του άλλου. Προσπαθώ να δω μήπως κάτι δεν είδα καλά. Αλλά σε αυτή την περίπτωση νομίζω, πως όλοι είδαμε πολύ καλά.
Τι είδαμε;
Το είπα και στη συναυλία. Δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός επιστήμονας για να καταλάβεις ότι αυτό που συμβαίνει στη Γάζα είναι καθαρή γενοκτονία και μάλιστα σε δημόσια θέα με έναν τρόπο αδιανόητο.
Σε έχουν καλέσει στο Ισραήλ να παίξεις;
(γέλια) Όχι.
Άρα δεν είσαι αγαπημένος τους;
Σε πάρα πολλές χώρες δεν με έχουν καλέσει και δεν είμαι αγαπημένος τους, γιατί μάλλον αγνοούν την ύπαρξή μου (γέλια).
Αν σε καλούσαν θα πήγαινες τώρα, όποτε, πριν, αύριο;
Τώρα να την πάρω στα σοβαρά την ερώτηση αυτή;
Ναι πολύ.
Εννοείται πως δεν θα πήγαινα. Ο θρησκευτικός φανατισμός σε πλήρη καταστροφική ανάπτυξη. Πέρα από τη βαθιά θλίψη που αισθάνομαι για τους Παλαιστίνιους, εγώ λυπάμαι στ’ αλήθεια, που ένας ολόκληρος λαός, ο Ισραηλινός, εκπροσωπείται από αυτούς τους χασάπηδες. Βλέπουμε πια όμως, ότι υπάρχουν πολλοί Ισραηλινοί που ντρέπονται για αυτό που συμβαίνει, που αισθάνονται ότι έχουν παγιδευτεί από ένα καθεστώς το οποίο κινείται με ένα πολύ προσχεδιασμένο τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη και πολύ την άποψη των ανθρώπων, των πολιτών. Δηλαδή, υπάρχουν κι αυτοί που λένε «πώς είναι δυνατόν να έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση, να αισθανόμαστε ένοχοι και να απολογούμαστε για πράξεις με τις οποίες δεν συμφωνούμε και πότε θα φύγουν επιτέλους αυτοί που μας κυβερνάνε από πάνω μας;». Είναι φοβερό. Και δεν είναι όλοι αυτοί απαραίτητα επαναστάτες. Απλώς ντρέπονται για αυτό που συμβαίνει δίπλα τους. Ντρέπονται. Και κλαίνε.
«Παράθυρα» λέγεται το νέο σου single. Κάτι οικείο βρήκα μέσα σε αυτό το τραγούδι. Βάλε μας στον κόσμο του υλικού που έρχεται ξεκινώντας από αυτό.
Τα «Παράθυρα», ήταν κάτι σαν καλοκαιρινό δώρο για το κοινό που μας παρακολουθεί και μας στηρίζει όλα αυτά τα χρόνια. Δεν εκπροσωπεί απαραίτητα το ύφος ή το στυλ στο οποίο θα κινηθεί ο επόμενος δίσκος, παρόλο που υπάρχει ήδη ξεκάθαρη πρόθεση για ένταση και χορό. Αυτή τη στιγμή το υλικό είναι στα σκαριά. Δεν έχει αποκτήσει μια τελική μορφή. Και αυτό είναι πάντα ένα πολύ ευχάριστο στάδιο. Γιατί ξέρεις ότι από την ώρα που δεν έκλεισε κάτι, έχει συνέχεια τη δυνατότητα να προχωράει και να ταξιδεύει μέσα μας. Σίγουρα συνοδεύομαι από καταπληκτικούς μουσικούς και αυτό το κάνει πιο συναρπαστικό, γιατί υπάρχει πολύ όρεξη για πειραματισμό.
Σ’ αρέσει αυτή η διαδικασία; Είσαι και «στουντιακός» που λέμε;
Απολύτως. Είναι η ζωή μου εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Από τα 25 μου κάνω ακριβώς αυτό το πράγμα. Ξυπνάω, φτιάχνω καφέ και πάω στα μηχανήματα. Είναι σαν παιδική χαρά για μεγάλα παιδιά.
Πώς καταλαβαίνεις ότι είναι αυτά τα τραγούδια που θέλεις να βγάλεις προς τα έξω; Αυτά τα τραγούδια είναι τραγούδια που υπήρχαν στα συρτάρια, γεννιούνται τώρα ή όλα αυτά μαζί;
Κάποια τραγούδια είναι ένα μουρμουρητό που γράφεις στο κινητό ή ένα στιχάκι που πρόλαβες και έγραψες σε ανύποπτο χρόνο οπουδήποτε. Όταν υπάρχει μια ιδέα που σε κάνει να πατήσεις record έστω και στο κινητό, σημαίνει συνήθως ότι μάλλον κάτι ωραίο πρόκειται να συμβεί. Κάποια βέβαια τα ακούς την άλλη μέρα και απλά τα βλέπει η μέρα και γελά. Και κάποια, προκύπτουν με το που πηγαίνεις στο στούντιο, είτε πιάσεις την κιθάρα, είτε τα πλήκτρα και τα συναντάς λες και σε περίμεναν από καιρό εκεί. Αυτό είναι που αγαπώ περισσότερο από όλα. Όταν ένα τραγούδι σε επισκέπτεται αιφνιδιαστικά εκείνη τη στιγμή και το βλέπεις να συμβαίνει. Αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου. Αλλά μου αρέσει και να πιάνω μια παλιά ιδέα που αισθάνομαι ότι ίσως σήμερα άμα την οδηγήσω σε ένα άλλο μονοπάτι, μπορεί και να βγούμε σε ένα ωραίο καινούργιο ξέφωτο.
Το άγχος του να αρέσει το καινούργιο υλικό το έχεις ή τα χρόνια αυτό το έχουν καλμάρει;
Το μόνο άγχος, αν μπορούμε να το πούμε έτσι ή κάποια εσωτερική αγωνία, είναι να αρέσει σε μένα. Να κάνω κάτι το οποίο να με συγκινήσει. Από την ώρα που κάνω κάτι που μου αρέσει, είναι σίγουρο πως θέλω να το μοιραστώ. Οπότε δεν κάνω πολύ περίπλοκες σκέψεις για το αν θα φτάσει σε μεγάλα ακροατήρια. Τα περισσότερα τραγούδια που είναι σήμερα πολύ αγαπητά, την ώρα που τα είχα γράψει το αισθανόμουν. Καταλάβαινα ότι αυτό το κομμάτι μπορεί να αφορά πολύ κόσμο. Υπάρχουν και κομμάτια για τα οποία είμαι πολύ ευχαριστημένος όπως ο «Παράδεισος» που είναι στον τελευταίο δίσκο, αλλά δεν περιμένω πως θα κάνει και κανένα τεράστιο εμπορικό χαμό ένα κομμάτι σαν αυτό. Τουλάχιστον όχι άμεσα.
Είναι πιο δύσκολα τώρα τα πράγματα χωρίς τις παραδοσιακές δισκογραφικές εταιρείες, που σχεδόν όλα γίνονται αλλιώς; Στο ρωτάω επειδή έχεις ζήσει και τα δύο.
Ναι, έχω ζήσει και τα δύο, αλλά όλο αυτό που λες για τις εταιρείες αφορούσε τις εταιρείες. Δεν αφορούσε εμάς. Έτσι κι αλλιώς και τα τεράστια κέρδη στις εταιρείες πήγαιναν. Εμείς οι μουσικοί, δουλεύαμε ακριβώς όπως δουλεύουμε και τώρα όσον αφορά στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Η επιτυχία απλώς μας έδινε τη δυνατότητα να μπαίνουμε σε ένα στούντιο για μήνες και να δουλεύουμε με λεπτομέρεια και με αφοσίωση το υλικό. Και να το διασκεδάζουμε στ’ αλήθεια. Τώρα πια οι εταιρείες έχουν άλλο χαρακτήρα, κυρίως οι ανεξάρτητες και νομίζω, ότι οι περισσότερες πια δημιουργούν ένα πιο συνολικό πλαίσιο συνεργασίας με τους καλλιτέχνες. Επίσης, πολλοί καλλιτέχνες κινούνται ανεξάρτητα. Απ’ όσο ξέρω στο Χιπ Χοπ αυτό συμβαίνει αρκετά.
Αυτό το πέρασμα στα social media σήμερα που πολλά τραγούδια χρειάζονται το TikTok τους, δεν κάνει τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα για έναν κόσμο που μπορεί να είχε μάθει αλλιώς;
Όπως είπα και πριν, μου αρέσει που υπάρχει αυτή η ποικιλομορφία στο κοινό και ότι είναι διαφορετικές γενιές που κινούνται διαφορετικά μεταξύ τους. Επίσης, μου αρέσει να σκέφτομαι καμία φορά μέσα σε έναν χώρο πώς θα συνυπάρχουν ένας άνθρωπος 60 χρονών με έναν άνθρωπο 18 χρονών. Έχουμε και μικρές ηλικίες στα live. Και περισσότερο αυτό το κομμάτι μου φαίνεται ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα τα τραγούδια νομίζω, ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα βρουν τον δρόμο τους.
Αυτές τις μέρες που σε μελετούσα, έπεσα πάλι πάνω στο τραγούδι «ΣΟΣΙΑΛ». Και το ένιωσα σαν μια απάντηση σε κάτι. Είναι ή κάνω λάθος;
Δεν απαντώ σε κάποιον συγκεκριμένα. Απαντώ σε μια νοοτροπία. Το πόσο εύκολα κάποιος κάθεται πίσω από το πληκτρολόγιο και αρχίζει και πυροβολεί, να πετάει πέτρες. Με μία επιθετικότητα που νομίζω, ότι το ίδιο το μέσο την ενθαρρύνει. Γιατί δεν υπάρχει κάποιος απέναντι να κοιταχτούν κατά πρόσωπο. Να κάνει έναν διάλογο πραγματικό. Και αυτό μου φαίνεται απίστευτα βίαιο. Βάρβαρο. Αυτό που λέμε ανθρωποφαγία στα μίντια είναι υπαρκτό και πολύ συγκεκριμένο. Και αυτό είναι που με σοκάρει. Δεν με νοιάζει πόσο δίκιο έχει κάποιος, αλλά με νοιάζει πολύ ο τρόπος του. Το έζησα με το δίσκο με τις διασκευές του Μαρκόπουλου. Και εννοείται πως δε μιλάω για την καλοπροαίρετη κριτική. Αυτή είναι πάντα καλοδεχούμενη όταν δεν κρύβει φθόνο και υστεροβουλία. Απ’ το επίπεδο του λόγου του καθενός, καταλαβαίνουμε ποτέ κάποιος θέλει να πει τη γνώμη του και αν αξίζει τον κόπο να τον πάρουμε στα σοβαρά. Κι εγώ ο ίδιος κάθομαι εκ των υστέρων και κάνω την αυτοκριτική μου και έτσι προχωράω κάθε φορά.
Έχεις εξηγήσει γιατί υπήρξε αυτή η αντίδραση σε αυτό το υλικό;
Ναι, προφανώς γιατί πάρα πολλοί αισθάνθηκαν ότι πήγα και άγγιξα κάτι ιερό και όσιο, που ταυτίζεται με μια εποχή, με μια νοοτροπία, με μια ιδεολογία και αισθάνθηκαν ίσως, ότι πήρα το υλικό και το οδήγησα κάπου που δεν έπρεπε. Αλλά ήταν τόσο υπερβολική αυτή η αντίδραση. Δεν πήραμε τους δίσκους του Γιάννη Μαρκόπουλου και πήγαμε στο Σύνταγμα και τους βάλαμε φωτιά. Κάναμε ένα σιντάκι δίπλα. Δίπλα. Ούτε καν ανάμεσα. Και γι’ αυτό μου φάνηκε τεράστια υπερβολή. Και καταλάβαινα ότι ο κόσμος ψάχνει κάποιον για να λιθοβολήσει.
Ήταν η πρώτη φορά που έχεις επαφή με τέτοια ένταση;
Ναι, πρώτη φορά. Βέβαια αυτή η κατάσταση υπήρχε στην αρχή. Αυτό που ζω τώρα, μετά από τρία-τέσσερα χρόνια, είναι τελείως διαφορετικό. Δηλαδή, το feedback που μου έρχεται τώρα, είναι πέραν της φαντασίας μου. Δεν περίμενα πως κάποιος θα με σταματήσει στον δρόμο για να μου πει «σε ευχαριστώ για αυτόν τον δίσκο». Γιατί έχω κάνει τόσους δικούς μου. Για να το πω διαφορετικά, μου έχει επιστραφεί πολλή αγάπη και για αυτό το πράγμα, αλλά κάπως πιο καθυστερημένα. Η επιθετικότητα μου φαίνεται παράταιρη, όχι η διαφωνία.
Πώς ήταν η νύχτα όλα αυτά τα χρόνια; Σκληρή;
Με κάνεις να αισθάνομαι σαν να είμαι ο Μαζωνάκης (γέλια). Δεν πιστεύω ότι ζω τη νύχτα πολύ διαφορετικά από εσένα, γιατί δεν έχω δουλέψει τη νύχτα έτσι όπως την εννοείς. Συνήθως όταν λέμε νύχτα, εννοούμε τα μαγαζιά. Εγώ δεν έχω δουλέψει ποτέ σε μαγαζιά για να σου πω πώς είναι αυτή η νύχτα. Άλλο το να περιοδεύεις και να ζεις με ένταση τη ζωή σου. Νομίζω, ότι ο καθένας μπορεί να το κάνει. Ίσως και πολύ πιο έντονα από εμένα πια.
Τη ματαιοδοξία σου την έχεις ταΐσει; Υπήρξε στιγμή που ένιωσες ο Παύλος να «καβαλάει το καλάμι» που λέμε; Υπήρξε αυτό το παιδί που «καβάλησε» λίγο;
Είχα την τύχη να έρθει αυτή η επιτυχία όντας πια αρκετά μεγάλος. Μετά τα τριάντα. Αλήθεια δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα στα είκοσι μου. Είχε περάσει πολύς καιρός που εγώ δούλευα, έφτιαχνα πράγματα τα οποία μου άρεσαν και δεν είχαν άμεση ανταπόκριση. Οπότε η ματαιοδοξία, σαν να είχε ήδη λίγο κλαδευτεί πριν να προλάβει να φουντώσει. Και τα υπόλοιπα «Ξύλινα Σπαθιά», όλοι, ήμασταν πια μεγάλα παιδιά. Και δεν ήταν και τόσο παιδιάστικες οι αντιδράσεις μας. Ίσως και γι’ αυτό καταφέρναμε και κάναμε τον έναν δίσκο μετά τον άλλον με κάποια συνέπεια και με κάποια αφοσίωση. Νομίζω, ότι περισσότερο απολαμβάναμε τη χαρά που επιτέλους δεν χρειάζεται να κάνεις κάποια άλλη δουλειά για να ζήσεις. Αυτό ήταν τόσο μεγάλο και καθοριστικό για μας. Γιατί ήμασταν και μια ολόκληρη παρέα. Και ίσως, όταν είναι μια παρέα που ζει την επιτυχία, πολύ πιο δύσκολα του ενός αποκλειστικά τα μυαλά θα πάρουν αέρα. Μην ξεχνάς και το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη από κατασκευής, δεν ενθαρρύνει το τοπικό star system. Όλοι συναντούν κάποια στιγμή όλους στο κέντρο. Ψωνισμένος μπορεί να είσαι και χωρίς να παίζεις μουσική.
Στους δικούς σου ανθρώπους άρεσε; Πώς υποδέχτηκε η οικογένειά σου ότι θα κάνεις αυτό;
Εγώ είχα μπει μικρός στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έτσι βρέθηκα σ’ αυτή την πόλη. Το ότι την παράτησα για να ασχοληθώ με το πανκ, δεν νομίζω πως τους ενθουσίασε. Και αν σκεφτείς ότι ήταν μια εργατική οικογένεια που ήταν πολύ σπουδαίο για αυτούς το παιδί τους να γίνει δικηγόρος. Οπότε μετά από δεκαπέντε χρόνια ζώντας το ότι αυτό το καημένο το παιδί έχασε το δρόμο του και καταστράφηκε, κάποια στιγμή νομίζω είδε ο πατέρας μου τη φάτσα μου στο περιοδικό «Έψιλον» σε ένα περίπτερο και νομίζω ότι εκεί κατάλαβε περίπου τι κάνω. Οπότε από εκεί και μετά ήταν πιο καλά τα πράγματα. Εκεί ηρέμησε η κατάσταση.
Θέλω να μου κάνεις μία αφήγηση του εαυτού σου με πέντε τραγούδια σου μόνο.
Είναι πιο εύκολο κάποιος να περάσει στην Νομική παρά να κάνω αυτό που μόλις μου ζήτησες. Πέντε μόνο;
Έτσι χωρίς να το πολυσκεφτείς.
Να περιγράψω με πέντε τραγούδια τον εαυτό μου; Μπορώ να πάω έτσι τώρα, τελείως ενστικτωδώς, σε παλιούς δίσκους και να ξεκινήσω από εκεί. Αν πήγαινα στον πρώτο, θα έβαζα «Το νερό που κυλάει». Αν πήγαινα στον δεύτερο, θα σου έλεγα το «Ατλαντίς». Αν πήγαινα στον τρίτο…Τώρα έχω πολλούς. Τώρα πρέπει να παρακάμψω κάποιους;
Κάνε ό,τι θες.
Σίγουρα το «Μπρανκαλεόνε» είναι πολύ αυτοβιογραφικό κομμάτι. «Ο Κηπουρός» ήταν ένα κομμάτι που όταν το έγραψα αισθανόμουν ότι καλά έκανα και το έγραψα.
Και από το δίσκο του Μαρκόπουλου.
Το «Πέρα από τη θάλασσα». Και δεν είναι τυχαίο που το έβαλα πρώτο και έτσι ονομάσαμε και τον δίσκο και την παράσταση που κάναμε στη Στέγη. Είναι όμως τόσα πολλά που είναι αδύνατον να διαλέξω. Θα μείνω σε αυτά.
Ποια είναι η σχέση σου με αυτή την πόλη, με την Αθήνα; Αγαπιέστε;
Η σχέση μου με αυτή την πόλη ξεκινάει από την παιδική μου ηλικία. Από πολύ μικρή ηλικία. Τρίτη δημοτικού πήγαινα σχολείο στη Νίκαια. Έχω εικόνες από πολύ μικρός. Και στα 18 μου έχω μείνει εδώ, πριν να ασχοληθώ με τη μουσική επαγγελματικά. Είναι μία πόλη που για μένα πάντοτε ήταν σαν αγκαλιά. Αλλά η ερωτική μου σχέση μαζί της, νομίζω ότι ξεκινάει από το «Ρόδον». Από τις συναυλίες στο «Ρόδον». Όπου ξαφνικά ερχόμαστε εδώ και ακούμε από το ραδιόφωνο από την εθνική, μαθαίνουμε ότι οι συναυλίες είναι sold out και ότι βάζουν καινούργια ημέρα. Ερχόμασταν και μέναμε σε υπέροχα ξενοδοχεία. Παίζαμε στο Rockwave με τους Pulp. Ήταν όλο σαν παραμύθι. Στην Αθήνα ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι έχω τριφτεί με την σκληρή πραγματικότητά της. Με την ημέρα της. Την ζούσαμε τις όμορφες νύχτες. Ήταν έντονα, μεθυστικά. Ενώ θεωρητικά δεν είναι η πατρίδα μου, τώρα σε λίγο θα αρχίσουν να συμπληρώνονται τα ίδια χρόνια που έχω ζήσει και στη Θεσσαλονίκη σε αριθμό και την αγαπώ πια και για πολλούς και καθαρά προσωπικούς λόγους. Δεν έχω καταφέρει ποτέ να ταυτιστώ αποκλειστικά με κάποια πόλη. Και αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει. Ενώ είναι πατρίδα μου η Βέροια, σαφώς και είναι όλες οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία από εκεί, είναι σαν να φεύγω από τη μία πόλη στην άλλη και χωρίς να το καταλαβαίνω, να κρατάω ότι καλύτερο μου έχει συμβεί σε όλα τα μέρη. Τώρα η Αθήνα, είναι σίγουρα αυτό που λέμε πόλη. Όταν την κοιτάζω από ψηλά, μου φαίνεται από τα πιο τρομακτικά πράγματα που έχω δει. Αλλά όταν μπαίνω σε μέρη σαν αυτά που είμαστε εδώ, συνειδητοποιώ ότι είναι μια πόλη που προσφέρεται για εξερεύνηση. Προσπαθώ να μελετάω την ιστορία της, να καταλαβαίνω, να υποπτεύομαι τα διάφορα στάδια που έχει περάσει. Και από την άλλη έχω ζήσει σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη, που έχει ιστορία 3000 χρόνια, χωρίς χάσμα, με τόσους πολιτισμούς, με τόσες θρησκείες να συνυπάρχουν. Ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Είναι από τις ελάχιστες πόλεις η Θεσσαλονίκη, που κατάφεραν σε ισόποσα περίπου πληθυσμιακά μεγέθη να υπάρχουν τρεις εθνότητες με διαφορετικά θρησκεύματα. Και από την άλλη, όταν πηγαίνω στη Βέροια και διασχίζω τον κάμπο για να τη φτάσω, πάλι νιώθω κάτι ασύγκριτο. Αισθάνομαι επίσης βαθιά μέσα μου την Αμοργό. Όπως και το Παρίσι. Επειδή συνδέω τα μέρη με τα τραγούδια. Με το που συμβαίνει αυτό, είναι σαν να βγαίνει μια ρίζα μέσα σου. Πηγαίνω στην Αμοργό και αισθάνομαι ότι πηγαίνω σπίτι μου. Αισθάνομαι ότι είναι πατρίδα μου, όπου έχω γράψω μουσική.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.