Τα τελευταία χρόνια τον έχουν αναδείξει σε πολίτη του κόσμου, με διεθνείς συνεργασίες – καθηγητής της σχολής Stella Adler στο Los Angeles όπου διδάσκει τη δική του τεχνική, συνεργάτης του UCLA, πρωταγωνιστής σε μεγάλες τηλεοπτικές παραγωγές (βλέπε «The Durells»). Φέτος, επιστρέφει στα πάτρια ως πρωταγωνιστής της καθημερινής σειρά του ΑΝΤ1, «Ήλιος».
Πάντως, τα πράγματα που θα σε συγκινήσουν στον Γιώργο Καραμίχο δεν είναι τα επαγγελματικά του κατορθώματα. Είναι ο συναρπαστικός τρόπος με τον οποίο αφηγείται τα μικρά πράγματα: Τις μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στα χωράφια, τον άσβεστο καημό της μάνας του να τον δει δάσκαλο, τις διακοπές σε κάποια ξεχασμένη παραλία με τα παιδιά του, τους άγιους και τους θεούς όλου του κόσμου που πιστεύει, την αγάπη του για την ρακή και το ζάταρ. Όλα εκείνα, «τα ελάχιστα» όπως λέει, που τον κάνουν ευτυχισμένο.
Μετά από μια πληθωρική διαδρομή σε ξένες σειρές στην Αμερική και την Βρετανία, επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στον «Ήλιο» του ΑΝΤ1.
Θα έλεγες πως είσαι άνθρωπος που διαλέγεις το δύσκολο δρόμο, διαλέγεις το ρίσκο;
Ναι, σαφέστατα. Γι’ αυτό, εξάλλου, έγινα ηθοποιός. Στην υποκριτική είναι προαπαιτούμενο να ρισκάρεις. Αλλιώς επαναπαύεσαι στη μανιέρα σου. Έτσι κι αλλιώς, όμως, το ρίσκο είναι κομμάτι της προσωπικότητας μου από τότε που ήμουν μικρός. Ακόμα και όταν ήμουν στο χωριό μου, στη Βέροια έφευγα. Με έχαναν.
Θυμάμαι, μάλιστα, πόσο με είχε εντυπωσιάσει ένα βιβλίο του Μπατάϊγ «Η Ιστορία του ματιού» που εξηγούσε την έννοια της προστυχιάς, εκείνου που πηγαίνει προς την τύχη του. Εξηγούσε πως το σώμα είναι πέραν του λόγου και πολλές αισθήσεις που λαμβάνουμε δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν από τον πεπερασμένο νου, ωστόσο οφείλουμε να τις ακολουθήσουμε. Κι όταν το διάβασα σκέφτηκα «επιτέλους! Να ένας άνθρωπος που με απενοχοποίησε».
Σε έχουν δικαιώσει αυτές οι αισθήσεις;
Αφού είμαι ζωντανός και χαρούμενος, ναι. Είχα απόλυτη ανάγκη να δω αλλιώς τη ζωή μου. Αυτό έκανα.
Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ: Είχες μια οργανωμένη πορεία, είχες κοινό, αναγνωρισιμότητα αλλά ξαναμπήκες σε θέση μαθητή. Γιατί;
Γιατί αισθανόμουν πως δεν μου ήταν αρκετή η εξέλιξη που είχα. Είχα φτάσει σε ένα σημείο που είχα προτάσεις να παίξω τα πάντα, με τους όρους που ήθελα. Ωστόσο, ελάχιστοι με έβαζαν μέσα σε μια πρόκληση. Είχα καταλήξει ν’ ακούω ξύλινη την φωνή μου φωνή στο θέατρο. Μα και προσωπικά ένιωθα πως ήμουν σε μια κρίση. Έπρεπε, λοιπόν, να μηδενίσω. Άλλωστε, δεν είμαι κολλημένος στην ανάγκη του να κάνω θέατρο, να είμαι ηθοποιός. Με ενδιαφέρει, πρωτίστως, να εξελιχτώ σαν άνθρωπος.
Δηλαδή, αν ο δρόμος σε έβγαζε κι αλλού θα τον ακολουθούσες;
Ήμουν έτοιμος να κάνω μεγάλη αλλαγή. Μελετούσα να πάω να ζήσω στο Βερολίνο για ένα διάστημα και μάλιστα είχα βρει δουλειά εκεί. Την ίδια ώρα, σκεφτόμουν να πάω να ζήσω για πάντα στη Νίσυρο. Είχα απόλυτη ανάγκη να δω αλλιώς τη ζωή μου. Αυτό έκανα. Και τώρα, επιστρέφοντας, εκτιμώ πολύ όσα δεν μπορούσα να δω λόγω κεκτημένης ταχύτητας, έχοντας πλέον μάθει να λέω τα όχι μου, να τιμώ τις επιλογές μου. Σκέφτομαι, τελικά, πως όλα είναι αναγκαία στη ζωή.
«Αισθανόμουν πως δεν μου ήταν αρκετή η εξέλιξη που είχα» ομολογεί.
Πήρες υποτροφία από το ίδρυμα Fulbright κι έφυγες για την Αμερική. Αναρωτιέμαι, δεν φοβήθηκες καθόλου;
Βρέθηκε, όντως, η αφορμή και η δικαιολογία της υποτροφίας Fulbright. Δεν ξέρω αν το κάλεσα ή με κάλεσε. Πάντως δεν γινόταν να πω όχι, αφού αυτό που ζητούσα, είχε έρθει. Στην αρχή ήταν δύσκολα, ναι φοβόμουν, αλλά το προχώρησα.
Ήταν και μια ευκαιρία για εσωτερικό επαναπροσδιορισμό;
Βέβαια! Τότε ξεκαθάρισαν και πολλές σχέσεις. Εκεί συνειδητοποίησα ποιοι με ήθελαν γι’ αυτό που είμαι και όχι γι’ αυτό που νόμιζαν ότι είμαι. Συνειδητοποίησα, ότι ενώ είχα ξοδέψει χρόνο με πολλούς ανθρώπους, μέσα μου δεν είχαν γράψει όσο θα ήθελα, γιατί προφανώς η σχέση μας δεν ήταν ποιοτική. Ξεκαθάρισα, κυρίως, την σχέση με τον εαυτό μου. Έπαιξα πολύ με την τρέλα, την απώλεια, την απουσία.
Στην πραγματικότητα, στην Αμερική δεν ξεκινούσα από το μηδέν: Ήμουν χορτάτος, το εγώ μου είχε ησυχάσει, δεν είχα ανάγκη να αποδείξω κάτι.
Την ίδια ώρα, αναγκάστηκες να σκοτώσεις όποια ματαιοδοξία είχες σε μια προσπάθεια να επανασυστηθείς;
Δυσκολεύτηκα στην αρχή, όταν όλα έδειχναν πως ξεκινώ από το μηδέν. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ξεκινούσα από το μηδέν: Ήμουν χορτάτος, το εγώ μου είχε ησυχάσει, δεν είχα ανάγκη να αποδείξω κάτι και έκανα πράγματα που μου άρεσαν – κι όχι πράγματα που έπρεπε να κάνω.
Γιατί δεν ήταν ρόδινα τα πράγματα στην Αμερική;
Κυρίως για οικονομικούς λόγους. Είχα πάει ως υπότροφος και δεν είχα δικαίωμα εργασίας, εδώ έτρεχαν φοβερά χαράτσια αφού βρέθηκα να πληρώνω φόρους για αμοιβές που δεν μου είχαν καταβληθεί. Από την άλλη, υπήρχε πάντα το εμπόδιο της γλώσσας. Υπήρχαν ρόλοι για μένα αλλά δεν μπορούσα να τους παίξω γιατί δεν είχα τη γλωσσική ευχέρεια. Γενικότερα, έπρεπε να μάθω έναν άλλο τρόπο λειτουργίας, μιαν άλλη ζωή. Πόσω μάλλον, όταν γεννήθηκε και ο γιος μου και προέκυψαν νέες υποχρεώσεις.
«Στην Αμερική συνειδητοποίησα την χαρά του ατζέντη γιατί στην Ελλάδα είχα μάθει να είμαι μανάβης και καρπούζι μαζί» λέει.
Όταν άρχισαν να έρχονται οι ρόλοι, πως το υποδέχθηκες;
Πολύ μαλακά. Έκανα δύο ταινίες μικρού μήκους κι ένα πέρασμα στο «Μπεν Χουρ» το οποίο αποδείχθηκε αρκετό για να με δουν και να με προτείνουν σε επόμενες δουλειές. Κι επιτέλους, συνειδητοποίησα την χαρά του ατζέντη γιατί στην Ελλάδα είχα μάθει να είμαι μανάβης και καρπούζι μαζί. Έκτοτε κάνω συνεχώς ακροάσεις, σχεδόν μία κάθε εβδομάδα, γνωρίζοντας ότι θα πάρω τη μία δουλειά στις 20 ακροάσεις που θα με καλέσουν.
Η πορεία σου έχει πάρει μια άλλη τροπή. Σε τι φιλοδοξείς από εδώ και στο εξής;
Θα ήθελα να δουλέψω με βάση την Ευρώπη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θέλω να πηγαίνω για δουλειά στην Αμερική. Προτιμώ, όμως, να εγκατασταθώ στο Λονδίνο ή αλλού.
Τον πέρασμα από τον τρόπο δουλειάς και παραγωγής στο εξωτερικό, συγκριτικά με αυτόν της Ελλάδας, είναι σαν να οδηγείς Ferrari και ξαφνικά βρίσκεσαι να οδηγείς τρίκυκλο.
Προς το παρόν βρίσκεσαι στην Ελλάδα και πρωταγωνιστείς στην σειρά του ΑΝΤ1 «Ήλιος». Πως είναι να περνάς από τον διεθνή τρόπο δουλειάς και παραγωγής ξανά στην μικρότερη κλίμακα;
Ένας φίλος μου, παραγωγός στο Λονδίνο, με ρώτησε πρόσφατα το ίδιο πράγμα. Και του απάντησα πως είναι σαν να οδηγείς Ferrari και ξαφνικά να οδηγείς τρίκυκλο. Εκεί έχεις το χώρο σου, το τρέιλερ με τα σνακ σου κι ένα καναπέ για να ξαπλώσεις μετά από 10 ώρες γυρισμάτων ή να διαβάσεις τα λόγια σου. Από την άλλη, εδώ πρέπει να αλλάξεις στη μέση του δρόμου, πίσω από ένα βανάκι. Παρόλα αυτά, το απολαμβάνω γιατί μου αρέσει να εστιάζω στα θετικά. Εδώ, άλλωστε, διαπιστώνω έντονο το ανθρώπινο στοιχείο, μια έντονη δημιουργικότητα που σε αναγκάζει να αυτοσχεδιάσεις αν θέλεις να επιβιώσεις.
Με το βιογραφικό που έχεις πλέον το κασέ σου στην Ελλάδα είναι άλλο;
Αμείβομαι καλά, είμαι ευχαριστημένος για τα ελληνικά δεδομένα. Ασφαλώς και δεν συγκρίνεται η αμοιβή μου με τα χρήματα που κερδίζω όταν δουλεύω εκτός.
Για τον Γιώργο Καραμίχο «ο στόχος είναι μόνο ένας: Να είσαι ευτυχισμένος με το τίποτα. Και να έχεις το χρόνο ν’ αναγνωρίσεις αυτή την μικρή, ελάχιστη ευτυχία»
Ποιο είναι το πιο πολύτιμο που έχεις μάθει τα τελευταία χρόνια;
Ότι μου είναι αναγκαίο να ταξιδεύω μέσα κι έξω μου ∙ κι όποτε μου το στερώ νιώθω χαμένος σε διάθεση, ενέργεια και δύναμη. Επίσης, έχω συνειδητοποιήσει αυτό που έλεγε ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης, πως ο στόχος είναι μόνο ένας: Η ευτυχία. Το να είσαι ευτυχισμένος με το τίποτα. Και να έχεις το χρόνο ν’ αναγνωρίσεις αυτή την μικρή, ελάχιστη ευτυχία.
Είσαι πιο κοντά στην ευτυχία όπως την αναγνωρίζεις τώρα;
Ναι, θα έλεγα πως κάθε μέρα είμαι 80% ευτυχισμένος. Και το υπόλοιπο 20% απλώς ξεχνιέμαι. Για παράδειγμα, αν πονάω κάπου, σκέφτομαι θα περάσει. Και εν τω μεταξύ σκέφτομαι να κάνω αυτό που με χαροποιεί. Να γράψω, να διαβάσω.
Κάθε μέρα είμαι 80% ευτυχισμένος. Και το υπόλοιπο 20% απλώς ξεχνιέμαι.
Ώστε γράφεις;
Ναι. Αυτόν τον καιρό γράφω μια σειρά σε συνεργασία με τη φίλη μου Δωροθέα Πασχαλίδου μια σειρά. Ψέματα, γράφω δύο – τρεις σειρές. Για την ακρίβεια, έχουμε τελειώσει την πρώτη, δουλεύουμε τη δεύτερη και θα πιάσουμε την τρίτη!
Με ελληνικό ή με διεθνές ενδιαφέρον;
Οι δύο προορίζονται σίγουρα για την ελληνική τηλεόραση, η τρίτη για έξω. Είναι το δικό μου παιδάκι, δέκα χρόνια τώρα το τυραννάω κι εύχομαι φέτος να ολοκληρωθεί. Αλλά γράφω και ποίηση, γι’ αυτό και πάντα κουβαλάω ένα μπλοκάκι μαζί μου.
Μετά από τόσα γυρίσματα, το θέατρο σου λείπει;
Όχι. Κι όταν μου λείπει, κάνω. Πέρυσι, συγκεκριμένα, σκηνοθέτησα τις «Δούλες» του Ζενέ κι αν δεν είχε προκύψει η πανδημία θα ήταν μια παράσταση που επρόκειτο να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Επίσης, έχω ξεκινήσει να δουλεύω – εκεί θα σκηνοθετήσω και θα παίξω – σε μια παράσταση κατά παραγγελία για το USLA με βάση τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. Θα παιχτεί στο Λος ΄Αντζελες, στο Βανκούβερ και θα καταλήξει στην Ελλάδα. Τέλος, έχω ήδη συμφωνήσει να παίξω σε μια ελληνική παραγωγή τον επόμενο χειμώνα. Αλλά πάντως, θέλω να χαίρομαι γι’ αυτά που έχω, κι όχι γι’ αυτά που δεν έχω.
«Δεν μας ανήκουν και πολλά για να έχουμε να αποδείξουμε, ίσως μόνο η ανάσα μας» σημειώνει.
Μήπως το οφείλεις αυτό στην καταγωγή σου; Θυμάσαι από πού ξεκίνησες;
Μα γι’ αυτό έχω κάνει αυτή τη διαδρομή γιατί είμαι από εκεί που είμαι – παιδί μιας οικογένειας αγροτών. Εκεί που μεγάλωσα υπήρχε χώρος μόνο για παραμύθια. Η ζωή ήταν πολύ σκληρή. Ο πατέρας και η μάνα μου ήταν στο πόδι από τις 05.00 το πρωί. Το χωριό μας δεν είχε ρεύμα και η μάνα μου έπλενε τα ρούχα στο καζάνι. Η τουαλέτα ήταν έξω από το σπίτι. Σκεπτόμενος όσα κάνω τώρα, συνειδητοποιώ πόσο προνομιούχος είμαι σε σχέση με τους γονείς μου που είχαν τρία σκασμένα όπως εμάς. Και είχαν και το μυαλό σου από που κρέμεται τώρα ο μικρός – γιατί πάντα κρεμόμουν από ένα δέντρο κι όλο και κάτι έσπαγα.
Τι ανακαλείς από τα παιδικά σου χρόνια στη Βέροια;
Θυμάμαι, ήμουν 13-14 χρονών και ξυπνούσα, καβαλούσα το τρακτέρ για να πάω στο χωράφι να σκάψω, να ποτίσω ενώ οι συμμαθητές μου έκαναν διακοπές στην Χαλκιδική. Όμως, ήμουν τόσο ελεύθερος όταν οδηγούσα το τρακτέρ στους χωματόδρομους του χωριού ή όταν ήμουν με τον σκύλο μου τον Μπασούρι και μιλούσαμε με τις ώρες. Πολλές φορές, αναπολώ εκείνη την εποχή.
Αυτόν τον καιρό γράφω μια σειρά σε συνεργασία με τη φίλη μου Δωροθέα Πασχαλίδου μια σειρά. Ψέματα, γράφω δύο – τρεις σειρές.
Ήσουν απόλυτα ενταγμένος σε εκείνον τον τρόπο ζωής;
Όχι, ένιωθα πως δεν ανήκα πλήρως σε αυτό το περιβάλλον. Όταν έβλεπα αυτοκίνητα με ξένες πινακίδες τα έπαιρνα από πίσω γιατί νόμιζα πως είχαν έρθει να με πάρουν – επιτέλους, σκεφτόμουν. Θυμάμαι, πως είχαμε πάει με το σύλλογο Βλάχων Βεροίας να χορέψουμε στη Καστοριά στα σύνορα με την Αλβανία και είχα ενθουσιαστεί με την προοπτική πως θα δω μια άλλη χώρα. Κι όταν ρώτησα έναν μπάρμπα που είναι η Αλβανία εκείνος μου έδειξε ένα βουνό, ίδιο με το δικό μας. Έπαθα κατάθλιψη όταν συνειδητοποίησα ότι η Αλβανία δεν διέφερε καθόλου από την Ελλάδα, είχε ίδια δέντρα, τα ίδια δάση.
Η κλίση σου αυτή είχε φανεί από νωρίς;
Ναι, μα έπρεπε να κρύβω αυτήν την τάση πνευματικότητας – κι αυτό μου δημιούργησε διάφορα ψυχοσωματικά. Διάβαζα κρυφά τα περισσότερα βιβλία μου. Δεν ήταν κάτι που ένα αγόρι στο χωριό μπορούσε να εκφράζει. Έγραφα και έθαβα τα κείμενα μου έξω από τη μικρή βρυσούλα πάνω από το σπίτι μας. Φοβόμουν πως θα κατέληγα ο τρελός του χωριού∙ και η θέση ήταν ήδη κατειλημμένη.
«Μου έχουν προτείνει πολλές φορές διευθυντικές θέσεις κι έχω πει όχι» παραδέχεται.
Όσην ώρα σε ακούω σκέφτομαι αν υπάρχει κάτι που έχεις αφήσει άπιαστο.
Το 99.9% από όσα θα ήθελα να κάνω δεν τα έχω πλησιάσει. Είμαστε πολύ μικροί, μια ζωή δεν φτάνει.
Μέσα σε αυτά θα ήταν και μια θέση ευθύνης;
Μου έχουν προτείνει πολλές φορές διευθυντικές θέσεις κι έχω πει όχι.
Γιατί όχι;
Γιατί με το που με φαντάστηκα εκεί, άρχισα να γελάω.
Μετά από όλα αυτά, έχεις πάρει ένα λεπτό για να πεις στον εαυτό σου «τα κατάφερα»;
Τελευταία το λέω κάθε μέρα. Τι εννοώ; Την προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησα μαθήματα πιάνου, γιατί θέλω κάθε τόσο να μαθαίνω μια καινούργια γλώσσα. Πιάνο, βέβαια, ήθελα να μάθω πάντα. Και με την ευκαιρία που μαθαίνει ο μικρός, το πήρα κι εγώ απόφαση. Προχθές, λοιπόν, που έπαιξα μόνος μου μια κλίμακα πέντε μουσικών μέτρων, αισθάνθηκα τέλεια. Προφανώς και δεν στοχεύω να παίξω στο Μέγαρο Μουσικής αλλά σημαίνει πολλά για μένα που το κατάφερα. Και το κατάφερα τώρα.
Θέλω να χαίρομαι γι’ αυτά που έχω, κι όχι γι’ αυτά που δεν έχω.
Διδάσκεσαι αλλά και διδάσκεις – και μάλιστα στη σχολή της Stella Adler.
Αγαπώ πολύ τη σχολή που διδάσκω, αγαπώ το ελεύθερο το πνεύμα της. Στη σχολή αυτή διδάσκονται τεχνικές αλλά κυρίως διδάσκεσαι να χάνεις και να κάνεις λάθη. Κάτι που στην Ελλάδα δεν το είχα μάθει ποτέ, πάντα μάθαινα εκ του ασφαλούς. Και σκέφτομαι πως αυτό είναι που με κρατάει στην Αμερική: Δεν είμαι ο μόνος που ρισκάρω, εκεί όλα οδηγούν στο ρίσκο αλλιώς δεν έχει νόημα η προσπάθεια.
Για την εμπειρία του στην Αμερική: «Δεν είμαι ο μόνος που ρισκάρω, εκεί όλα οδηγούν στο ρίσκο αλλιώς δεν έχει νόημα η προσπάθεια».
Σου άνοιξε δρόμους η εκπαίδευση στην Αμερική, έτσι δεν είναι;
Ναι! Και για έναν ακόμα λόγο. Εκεί οι δάσκαλοι έχουν το δικαίωμα να λένε «δεν ξέρω, θα το βρούμε παρέα».
Ενώ στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα όλα είναι βεβαιότητα. Έτσι παίζεται η τραγωδία, έτσι παίζεται η κωμωδία ή έτσι προφέρεται αυτή η λέξη. Κι αν δεν το κάναμε όπως μας το ζητούσαν τρώγαμε… παπούτσι στο κεφάλι! Άργησα να καταλάβω πως δεν μπορούσα να λειτουργήσω σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον.
Έχεις πετάξει αυτά τα βαρίδια;
Ναι, αλλά έχω κρατήσει τα καλά. Γιατί είχα δασκάλους όπως η Τιτίκα Νικηφοράκη, ο Νίκος Ψαρράς, ο Στέφανος Κυριακίδης. Άνθρωποι που μοιράστηκαν την εμπειρία τους μαζί μας, και όχι τα σκήπτρα της εξουσίας τους ως καθηγητές. Κι αυτή την απελευθερωτική συνθήκη θέλω να ζω με τους δικούς μου μαθητές. Το πρώτο που τους ζητώ είναι να αποσβέσουν την ενοχή τους. Δεν είναι εκεί για να αποδείξουν τίποτα και σε κανένα.
Επί χρόνια προκαλούσα το πάθος. Είχα την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να δημιουργώ πάθος. Ενώ αυτό είναι αδύνατον, δημιουργείς τις συνθήκες, αφήνεσαι σε αυτές και παθαίνεις
Εσύ πάλι έχεις την αγωνία να αποδείξεις;
Που και που ναι, θέλω να ευχαριστήσω τους άλλους. Προτιμώ να μην το κάνω πια. Είναι πεποίθηση μου πως δεν μας ανήκουν και πολλά για να έχουμε να αποδείξουμε, ίσως μόνο η ανάσα μας.
Γενικά στη ζωή σου έχεις μάθει να χάνεις;
Ναι, εκ των πραγμάτων έχανα χωρίς να το αναγνωρίζω. Προσπαθούσα να στραφώ στα plan b ή plan c για να μην αποδεχτώ την ήττα μου. Πλέον, όταν χάνω, δεν φρικάρω. Είναι μέρος της δουλειάς και της ζωής να χάνεις. Θυμάμαι πως είχα διαβάσει στα 19 μου το βιβλίο του Σκοτ Πεκ τον «Δρόμο, το λιγότερο ταξιδεμένο» που ξεκινούσε με την εξής φράση: «Η ζωή είναι δύσκολη. Πάρ’ το απόφαση». Παρόλα αυτά, κάνουμε την προσπάθεια συνεχώς να βρούμε ασφαλιστικές δικλείδες. Ωστόσο, αυτό δεν γίνεται γιατί απλούστατα είμαστε θνητοί.
«Έχανα χωρίς να το αναγνωρίζω. Προσπαθούσα να στραφώ στα plan b ή plan c για να μην αποδεχτώ την ήττα μου. Πλέον, όταν χάνω, δεν φρικάρω» τονίζει.
Και ζούμε μια εποχή που υπογραμμίζει διαρκώς τη θνητότητα μας.
Είναι μια ευκαιρία να επανασυνδεθούμε με αυτό που πραγματικά είμαστε. Είμαστε πρόσκαιροι, προσωρινοί και οφείλουμε να κάνουμε το καλύτερο στο τώρα. Τα μακροπρόθεσμα σχέδια δεν έχουν κανένα μέλλον. Αν εστιάσεις στο μέλλον, χάνεις το τώρα και αγνοείς τη θεραπεία των ανοιχτών σου τραυμάτων.
Είχες ανοιχτούς λογαριασμούς με τα τραύματα σου;
Ε, βέβαια. Και κάποια από αυτά επανέρχονται υπενθυμίζοντας μου πως δεν τα έχω λύσει ή πως νόμιζα ότι τα έλυσα.
Η πατρότητα ήταν το μόνο κομμάτι της ταυτότητας μου, που μου ήρθε φυσικά και αδιαπραγμάτευτα. Όλες οι άλλες ταυτότητες, το να αποφασίσω τι είμαι και τι θέλω με έχουν ταλαιπωρήσει πολύ.
Ακούγεσαι πολύ ήρεμος και κατασταλαγμένος. Είναι προϊόν προσωπικής δουλειάς;
Ναι, δουλειάς και προσωπικών επιλογών. Είχα και έχω πολύ καλούς δασκάλους στη ζωή μου: Τα παιδιά μου είναι οι μεγαλύτεροι μου δάσκαλοι. Ξέρεις, νομίζω ότι είμαι ανοιχτός να ακούω παρά να προσπαθώ να πω κάτι. Ακούω κι αφήνω το στόμα μου να εκφράσει πολλές φωνές. Θέλω να έχω την αίσθηση ότι το στόμα μου δεν μου ανήκει, ότι μέσα από αυτό θα ακουστούν πολλές φωνές: Των γονιών μας, των φίλων μας αλλά και ανθρώπων που δεν έχουμε γνωρίσει ποτέ. Μου είναι πολύ σημαντικό. Το αφήνω να μου συμβεί, όπως το πάθος.
Ποια είναι η σχέση σου με το πάθος;
Επί χρόνια προκαλούσα το πάθος. Είχα την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να δημιουργώ πάθος. Ενώ αυτό είναι αδύνατον, δημιουργείς τις συνθήκες, αφήνεσαι σε αυτές και παθαίνεις.
Η πατρότητα στη ζωή του: «Έχω περάσει χρόνια ενοχών, όπου πίστευα ότι δεν είμαι αρκετός ως πατέρας» ομολογεί.
Πάθος… όπως πατρότητα. Τι έχει αποκαλύψει η πατρότητα σε ‘σένα;
Η πατρότητα ήταν η μόνη φυσική ιδιότητα, το μόνο κομμάτι της ταυτότητας μου, που μου ήρθε φυσικά και αδιαπραγμάτευτα. Όλες οι άλλες ταυτότητες, το να αποφασίσω τι είμαι και τι θέλω με έχουν ταλαιπωρήσει πολύ στη ζωή μου. Είμαι πατέρας γιατί μου αρέσει πολύ να φροντίζω, να εξηγώ, να λέω παραμύθια, δεν κουράζομαι. Ακούω άλλους γονείς να λένε «θυσιάζομαι για το παιδί μου» και το βρίσκω μεγάλη σαχλαμάρα. Αισθάνομαι ότι τα παιδιά μου είναι κομμάτι του εαυτού μου και μαζί πάμε να ανακαλύψουμε τη ζωή. Μαζί τους έχω ξαναμάθει το «δεν ξέρω».
Από την άλλη, έχεις ενοχές που δεν είσαι πάντα δίπλα στα παιδιά σου;
Έχω περάσει χρόνια ενοχών, όπου πίστευα ότι δεν είμαι αρκετός ως πατέρας. Τώρα πια δεν αισθάνομαι έτσι∙ πιστεύω ότι τα παιδιά επιλέγουν τους γονείς τους κι όχι το αντίστροφο. Προτιμώ, λοιπόν, να περνάω ποιοτικό χρόνο μαζί τους. Φροντίζω να έχω μεγάλα διαστήματα χρόνου μαζί με τα παιδιά μου – να πάμε διακοπές με ένα αντίσκηνο σε μια παραλία – και να είμαστε πραγματικά μαζί. Το ίδιο κάνω κάποιες ημέρες και μέσα στην εβδομάδα. Είμαι μόνο μαζί τους. Κατά τα άλλα, μέσα στην πατρική μου ιδιότητα, θέλω να είμαι αρωγός και προμηθευτής. Όταν χάνω αυτή την πτυχή μου, παύω να είμαι καλός πατέρας.
Η οικογένεια δεν είναι για μένα, δεν λειτουργεί, δεν ξέρω πως γίνεται. Ίσως πάλι και να μην μου έτυχε ο σωστός σύντροφος.
Έχεις κάνει παιδιά αλλά δεν έχεις μπει μέσα σε ένα τυπικό πλαίσιο οικογένειας. Πώς το εξηγείς;
Δεν είναι για μένα, δεν λειτουργεί, δεν ξέρω πως γίνεται. Ίσως πάλι και να μην μου έτυχε ο σωστός σύντροφος για να δημιουργήσω οικογένεια μαζί του. Εξάλλου, δεν βλέπω το θεσμό της οικογένειας να λειτουργεί και γενικότερα στην κοινωνία μας.
Παρόλα αυτά, αποζητάς την συντροφικότητα;
Πάρα πολύ αλλά καταλήγω μόνος μου! Ιδανικά ναι, θα ήθελα να έχω σύντροφο. Από την άλλη, φοβάμαι πως αν θα μπω στη διαδικασία της σχέσης θ’ ακολουθήσουν και άλλα. Θ’ αρχίσω να παρακολουθώ κινητά, να περιμένω με αγωνία μηνύματα και τέτοια. Είσαι, ας πούμε, στο μάθημα, έρχεται το μήνυμα που θέλεις και το μάθημα ξαφνικά βάφεται ροζ. Δεν έρχεται το μήνυμα ή έρχεται κάτι που σε απογοητεύει και λες «σκατά, δεν θέλω τίποτα από τη ζωή μου. Γιατί κάθομαι και ασχολούμαι με το θέατρο». Με λίγα λόγια, δεν θέλω δράματα.
«Για να μην έχω σύντροφο, μάλλον και δεν είμαι ακόμα έτοιμος γι’ αυτό. Όμως, δεν μελαγχολώ πια» λέει.
Για να προφυλαχθείς από τα δράματα προτιμάς τη μοναξιά;
Ε, ναι it takes two to tango. Για να μην έχω σύντροφο, μάλλον και δεν είμαι ακόμα έτοιμος γι’ αυτό. Όμως, δεν μελαγχολώ πια. Παλιά ταραζόμουν στη σκέψη ότι θα βλέπω μόνος μου τα ηλιοβασιλέματα.
Πάντως με τις μητέρες των παιδιών σου, έχεις μια ομαλή σχέση.
Με τη μητέρα του γιου μου είμαστε πλέον φίλοι, με την μητέρα της κόρης μου, όχι. Έχουμε να μιλήσουμε χρόνια.
Κατευθύνομαι προς το φως, αλλά έχω μάθει πια να αποδέχομαι τα σκοτάδια μου. Αν κρύβεις τη σκιά σου, θα τη βρεις μπροστά σου.
Ρομαντική ψυχή είσαι;
Ναι, ο βλάκας είμαι ρομαντικός. Και οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν.
Ως άνθρωπος έχεις πιο πολλά σκοτάδια ή πιο πολύ φως;
Κατευθύνομαι προς το φως, αλλά έχω μάθει πια να αποδέχομαι τα σκοτάδια μου. Αν κρύβεις τη σκιά σου, θα τη βρεις μπροστά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.