Του Κώστα Λαπαβίτσα
Οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου όσο περισσότερο έχαναν τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής απέναντι στην ανερχόμενη Ρώμη, τόσο περισσότερο τόνιζαν την υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού. Για να
παρηγοριούνται έκαναν μεγαλοπρεπείς αθλητικούς αγώνες. Βάζοντας τα μικρά με τα μεγάλα, κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ελληνική οικονομία. Όσο περισσότερο χάνεται η ανεξαρτησία στην οικονομική πολιτική, τόσο πολυπλοκότερες γίνονται οι θεωρητικές ασκήσεις περί ανάπτυξης. Τελευταίο παράδειγμα το Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο του κ. Γεωργιάδη, μεγέθους 240 σελίδων και 213 άρθρων. Το νομοσχέδιο επιδιώκει να προσελκύσει ‘στρατηγικές επενδύσεις’ συμβάλλοντας στην δημιουργία ‘επιτελικού κράτους’. Πραγματεύεται πλήθος επιμέρους θεμάτων, από την κατασκευή κεραιών στην ξηρά, μέχρι τις τηλεσυνεδριάσεις στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Δίνει κίνητρα και φοροαπαλλαγές για μηχανολογικό εξοπλισμό, επιτρέπει την ‘επέκταση’ του ανώτατου συντελεστή δόμησης 0,6, καθώς και ‘παρεκκλίσεις’ από τους ισχύοντες κανονισμούς δόμησης. Αφαιρεί επίσης εργασιακά δικαιώματα δημιουργώντας εξαιρέσεις από τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και περιορίζοντας την επεκτασιμότητα των κλαδικών.
Δεν υπάρχει όμως απολύτως καμία περίπτωση να οδηγήσει στην πολυπόθητη ανάπτυξη. Τα ποσά που έχει στη διάθεσή του ο κ. Γεωργιάδης για τα προγράμματα του Αναπτυξιακού δεν φτάνουν καν το ένα δις. Πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό. Το νομοσχέδιο πολυλογεί ακατάσχετα για να καλύψει την απουσία περιεχομένου.
Η ‘Στρατηγική Ανάπτυξης για το Μέλλον’ του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 ήταν εκ πρώτης όψεως πολύ διαφορετική. Είχε ‘ολιστική’ θεώρηση και ανέλυε τις γενικές επιλογές ανάπτυξης, σε έκταση μάλιστα 126 σελίδων. Επιδίωκε την βιώσιμη ανάπτυξη – δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς – και πρότεινε την ίδρυση επενδυτικής τράπεζας. Ενδιαφέρουσες ιδέες αναμφίβολα, αλλά με την ίδια βασική αδυναμία του Αναπτυξιακού του κ. Γεωργιάδη: έλλειψη πυρομαχικών, δηλαδή ουσιαστικής χρηματοδότησης. Πολυλογία χωρίς περιεχόμενο.
Λέει πολλά αυτός που μπορεί να κάνει λίγα. Μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο που αποδέχθηκαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 – με την εξαίρεση των επτά πρώτων μηνών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2015 – τα περιθώρια ανεξάρτητης αναπτυξιακής πολιτικής είναι ανύπαρκτα. Η χώρα είναι αναγκασμένη να εξυπηρετεί το υπέρογκο χρέος αντιμετωπίζοντας ασφυκτικές δημοσιονομικές πιέσεις, να προωθεί τις ιδιωτικοποιήσεις και να απορρυθμίζει τις αγορές. Την αναπτυξιακή πολιτική της Ελλάδας στην πράξη την καθορίζει ο πανίσχυρος, στυγνός και μέτριος κ. Ρέκλινγκ.
Το αποτέλεσμα είναι αναπτυξιακό τέλμα. Οι επενδύσεις μετά βίας έφτασαν τα 23 δις το 2018, όταν το 2007 ήταν 62 δις. Η ανταγωνιστικότητα λιμνάζει από το 2013. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόλις κατά 4,1% το πρώτο οκτάμηνο του 2019, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι εισαγωγές κατά 1,9%, διογκώνοντας έτσι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά 7,7%. Δεν χρειάζεται καν να μιλήσουμε για την πολυετή στασιμότητα στο λιανικό εμπόριο. Ούτε βέβαια για την ανεργία της τάξης του 17%, η οποία έχει υποχωρήσει μόνο επειδή δημιουργούνται πρόσκαιρες θέσεις εργασίας με χαμηλότατους μισθούς, ενώ ολόκληρες περιοχές της χώρας αδειάζουν από την μαζική μετανάστευση.
Με τις σημερινές πολιτικές, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μακροπρόθεσμα, μετά βίας πάνω από 1%, στην καλύτερη περίπτωση φτάνοντας το 2-3% ορισμένα χρόνια. Τι μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστεί αυτή η ιστορική συρρίκνωση; Τίποτε, αν δεν υπάρξει αντιστροφή πολιτικής.
Το άμεσο πρόβλημα της χώρας δεν είναι η πλευρά της προσφοράς, όπως πρεσβεύει ο κ. Ρέκλινγκ και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν θα μπούμε σε άλλη πορεία μέσω των πολυθρύλητων ‘μεταρρυθμίσεων’. Το άμεσο πρόβλημα είναι η συνεχής περιστολή της συνολικής εγχώριας ζήτησης. Τα εξωπραγματικά πλεονάσματα του 3,5%, οι χαμηλοί μισθοί και η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για κατανάλωση και επενδύσεις. Χωρίς την παραοικονομία, η οποία εμφανώς ανθεί στηρίζοντας την κατανάλωση ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως ανάσα στην εγχώρια οικονομία. Υπάρχουν πολλοί που φέρνουν τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες – υποτίθεται – κατάφεραν να βγουν από την κρίση με επιτυχία. Ας προσέξουν τα στοιχεία λίγο καλύτερα. Η κύρια αιτία των θετικών ρυθμών ανάπτυξης των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια ήταν η τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης. Όχι η περιβόητη εξωστρέφεια και οι εξαγωγές.
Αν υπάρξει πολιτική τόνωσης της ζήτησης, η ελληνική οικονομία θα γνωρίσει μια σχετική ανάκαμψη. Οι όροι θα γίνουν ευνοϊκότεροι για να αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, δηλαδή την στρεβλή πλευρά της προσφοράς. Να δούμε κατάματα τις δομικές της αδυναμίες, όπως την αρνητική καθαρή αποταμίευση, την υπερανάπτυξη των υπηρεσιών, το αναποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα, την γήρανση και την μείωση του ενεργού πληθυσμού. Να σκεφτούμε με ψυχραιμία αν όλα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Τότε ίσως υπάρξει και αναπτυξιακό πρόγραμμα με περιεχόμενο.
παρηγοριούνται έκαναν μεγαλοπρεπείς αθλητικούς αγώνες. Βάζοντας τα μικρά με τα μεγάλα, κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ελληνική οικονομία. Όσο περισσότερο χάνεται η ανεξαρτησία στην οικονομική πολιτική, τόσο πολυπλοκότερες γίνονται οι θεωρητικές ασκήσεις περί ανάπτυξης. Τελευταίο παράδειγμα το Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο του κ. Γεωργιάδη, μεγέθους 240 σελίδων και 213 άρθρων. Το νομοσχέδιο επιδιώκει να προσελκύσει ‘στρατηγικές επενδύσεις’ συμβάλλοντας στην δημιουργία ‘επιτελικού κράτους’. Πραγματεύεται πλήθος επιμέρους θεμάτων, από την κατασκευή κεραιών στην ξηρά, μέχρι τις τηλεσυνεδριάσεις στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Δίνει κίνητρα και φοροαπαλλαγές για μηχανολογικό εξοπλισμό, επιτρέπει την ‘επέκταση’ του ανώτατου συντελεστή δόμησης 0,6, καθώς και ‘παρεκκλίσεις’ από τους ισχύοντες κανονισμούς δόμησης. Αφαιρεί επίσης εργασιακά δικαιώματα δημιουργώντας εξαιρέσεις από τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και περιορίζοντας την επεκτασιμότητα των κλαδικών.
Δεν υπάρχει όμως απολύτως καμία περίπτωση να οδηγήσει στην πολυπόθητη ανάπτυξη. Τα ποσά που έχει στη διάθεσή του ο κ. Γεωργιάδης για τα προγράμματα του Αναπτυξιακού δεν φτάνουν καν το ένα δις. Πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό. Το νομοσχέδιο πολυλογεί ακατάσχετα για να καλύψει την απουσία περιεχομένου.
Η ‘Στρατηγική Ανάπτυξης για το Μέλλον’ του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 ήταν εκ πρώτης όψεως πολύ διαφορετική. Είχε ‘ολιστική’ θεώρηση και ανέλυε τις γενικές επιλογές ανάπτυξης, σε έκταση μάλιστα 126 σελίδων. Επιδίωκε την βιώσιμη ανάπτυξη – δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς – και πρότεινε την ίδρυση επενδυτικής τράπεζας. Ενδιαφέρουσες ιδέες αναμφίβολα, αλλά με την ίδια βασική αδυναμία του Αναπτυξιακού του κ. Γεωργιάδη: έλλειψη πυρομαχικών, δηλαδή ουσιαστικής χρηματοδότησης. Πολυλογία χωρίς περιεχόμενο.
Λέει πολλά αυτός που μπορεί να κάνει λίγα. Μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο που αποδέχθηκαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 – με την εξαίρεση των επτά πρώτων μηνών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2015 – τα περιθώρια ανεξάρτητης αναπτυξιακής πολιτικής είναι ανύπαρκτα. Η χώρα είναι αναγκασμένη να εξυπηρετεί το υπέρογκο χρέος αντιμετωπίζοντας ασφυκτικές δημοσιονομικές πιέσεις, να προωθεί τις ιδιωτικοποιήσεις και να απορρυθμίζει τις αγορές. Την αναπτυξιακή πολιτική της Ελλάδας στην πράξη την καθορίζει ο πανίσχυρος, στυγνός και μέτριος κ. Ρέκλινγκ.
Το αποτέλεσμα είναι αναπτυξιακό τέλμα. Οι επενδύσεις μετά βίας έφτασαν τα 23 δις το 2018, όταν το 2007 ήταν 62 δις. Η ανταγωνιστικότητα λιμνάζει από το 2013. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόλις κατά 4,1% το πρώτο οκτάμηνο του 2019, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι εισαγωγές κατά 1,9%, διογκώνοντας έτσι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά 7,7%. Δεν χρειάζεται καν να μιλήσουμε για την πολυετή στασιμότητα στο λιανικό εμπόριο. Ούτε βέβαια για την ανεργία της τάξης του 17%, η οποία έχει υποχωρήσει μόνο επειδή δημιουργούνται πρόσκαιρες θέσεις εργασίας με χαμηλότατους μισθούς, ενώ ολόκληρες περιοχές της χώρας αδειάζουν από την μαζική μετανάστευση.
Με τις σημερινές πολιτικές, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μακροπρόθεσμα, μετά βίας πάνω από 1%, στην καλύτερη περίπτωση φτάνοντας το 2-3% ορισμένα χρόνια. Τι μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστεί αυτή η ιστορική συρρίκνωση; Τίποτε, αν δεν υπάρξει αντιστροφή πολιτικής.
Το άμεσο πρόβλημα της χώρας δεν είναι η πλευρά της προσφοράς, όπως πρεσβεύει ο κ. Ρέκλινγκ και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν θα μπούμε σε άλλη πορεία μέσω των πολυθρύλητων ‘μεταρρυθμίσεων’. Το άμεσο πρόβλημα είναι η συνεχής περιστολή της συνολικής εγχώριας ζήτησης. Τα εξωπραγματικά πλεονάσματα του 3,5%, οι χαμηλοί μισθοί και η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για κατανάλωση και επενδύσεις. Χωρίς την παραοικονομία, η οποία εμφανώς ανθεί στηρίζοντας την κατανάλωση ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως ανάσα στην εγχώρια οικονομία. Υπάρχουν πολλοί που φέρνουν τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες – υποτίθεται – κατάφεραν να βγουν από την κρίση με επιτυχία. Ας προσέξουν τα στοιχεία λίγο καλύτερα. Η κύρια αιτία των θετικών ρυθμών ανάπτυξης των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια ήταν η τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης. Όχι η περιβόητη εξωστρέφεια και οι εξαγωγές.
Αν υπάρξει πολιτική τόνωσης της ζήτησης, η ελληνική οικονομία θα γνωρίσει μια σχετική ανάκαμψη. Οι όροι θα γίνουν ευνοϊκότεροι για να αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, δηλαδή την στρεβλή πλευρά της προσφοράς. Να δούμε κατάματα τις δομικές της αδυναμίες, όπως την αρνητική καθαρή αποταμίευση, την υπερανάπτυξη των υπηρεσιών, το αναποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα, την γήρανση και την μείωση του ενεργού πληθυσμού. Να σκεφτούμε με ψυχραιμία αν όλα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Τότε ίσως υπάρξει και αναπτυξιακό πρόγραμμα με περιεχόμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.