Το 1994 ο εννιάχρονος τότε Σερβοβόσνιος φιλοξενήθηκε για έναν χρόνο από οικογένεια Ναουσαίων και φοίτησε σε σχολείο για τα παιδιά του πολέμου. Έπειτα από 25 χρόνια ξεφυλλίζει το βιβλίο των αναμνήσεων και μιλά για την αδελφική σχέση που διατηρεί με την «ελληνική του οικογένεια». Ο 9χρονος Όγκι
από το Σαράγεβο σήκωσε το φοβισμένο του βλέμμα προς το ακροατήριο, στο Δημαρχείο της Νάουσας, και ξεχώρισε μια κυρία στην πρώτη σειρά. Κρατούσε ένα καλάθι γεμάτο καραμέλες και γλυκίσματα και δίπλα της καθόταν ένα κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο από εκείνον. Ήταν φθινόπωρο του 1994, όταν ο ίδιος και άλλα 20 παιδιά από την εμπόλεμη Βοσνία είχαν μεταφερθεί στη Νάουσα μαζί με τη δασκάλα τους. Σε μια «απόδραση» από τη φωτιά του πολέμου, θα φιλοξενούνταν για έναν χρόνο σε σπίτια ντόπιων οικογενειών και θα έκαναν τα σχολικά τους μαθήματα σε αίθουσα που τους είχε παραχωρηθεί σε σχολείο της πόλης. Τη μέρα αυτή ανακοινώνονταν οι οικογένειες Ναουσαίων που θα τους φιλοξενούσαν. «Ποιος θα είναι ο τυχερός που θα πάρει αυτά τα γλυκά;» ψιθύρισε στον διπλανό του, με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στο καλάθι της κυρίας στην πρώτη σειρά. Δευτερόλεπτα μετά θα μάθαινε ότι ήταν ο ίδιος. Θα περνούσε τους επόμενους 9 μήνες φιλοξενούμενος της «κυρίας με το καλάθι», Μαρίας Μίλη, του συζύγου της, Θανάση Χατζόπουλου, και των δύο παιδιών τους, Ελένης και Νίκου. Σύντομα θα συνειδητοποιούσε πως αυτή θα γινόταν «η ελληνική του οικογένεια». Σε ηλικία 34 ετών πλέον, ο Ογκνιέν Πλακάλοβιτς («Όγκι» είναι το υποκοριστικό του) ξεφυλλίζει το βιβλίο των αναμνήσεων και μιλάει για το «βοσνιακό σχολείο της Νάουσας», τη συμβίωση με την οικογένεια και την αδελφική σχέση που έκτισε και διατηρεί μέχρι σήμερα με το Νίκο και την Ελένη, τα «αδέλφια» του στην Ελλάδα.
Ο αποχωρισμός και η επανένωση
Όταν τελείωσε η σχολική χρονιά, έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, που ήταν εξίσου δύσκολη για όλους. Ο Όγκι αποχωρούσε με πακεταρισμένο το ολοκαίνουργιο ποδήλατό του -δώρο της οικογένειας που τον φιλοξένησε για ένα χρόνο- με μικτά συναισθήματα.
«Ήμουν λυπημένος και χαρούμενος ταυτόχρονα. Λυπημένος που έπρεπε να αποχωριστώ την ελληνική μου οικογένεια, με την οποία έζησα ένα χρόνο και με φρόντισε τόσο πολύ, χαρούμενος επειδή ανυπομονούσα να δω τους γονείς και την αδελφή μου έπειτα από μια μακρά περίοδο», διηγείται και προσθέτει: «Όταν έφτασα σπίτι ο πατέρας μου δεν με αναγνώρισε, γιατί είχα μακρύ μαλλί. Τις πρώτες μέρες ήμουν μελαγχολικός, μου έλειπε η οικογένειά μου στην Ελλάδα. Παρόλο που ήμουν πολύ μικρός, εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι έχω δύο οικογένειες».
«Όταν ξανασυναντηθήκαμε μετά από 9 χρόνια ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα»
Το επόμενο καλοκαίρι ξανασυναντήθηκαν όταν ο ίδιος επανήλθε στην Ελλάδα για διακοπές, κάτι που επαναλήφθηκε και τα επόμενα χρόνια. Κάποια στιγμή η δική του οικογένεια μετακόμισε στην Ποντγκόριτσα και μετά επέστρεψε στο Σαράγεβο, ενώ ο Όγκι πήγε στο Βελιγράδι για σπουδές. Διακόπηκε η επαφή με την Ελλάδα και τα ίχνη του χάθηκαν για εννέα χρόνια. Τα παιδιά ξαναβρέθηκαν το 2009, χάρη στο Facebook.
«Όταν ξανασυναντηθήκαμε ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Η Μαρία είναι σαν μητέρα για μένα, η Ελένη και ο Νίκος σαν αδέλφια» λέει (σ.σ. ο πατέρας της οικογένειας είχε στο μεταξύ φύγει από τη ζωή).
Ακολούθησαν αμοιβαίες επισκέψεις και συναντήσεις. Σε μια απ' αυτές, τα «αδέλφια» Νίκος και Ογκνιέν συνόδευσαν μαζί την Ελένη για τον γάμο της.
Ο Ογκνιέν Πλακάλοβιτς ζει και εργάζεται σήμερα στην Κένυα, σε έργο που έχει αναλάβει Σέρβος εργολάβος. Ακούει ελληνική μουσική -αγαπημένος του καλλιτέχνης είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου-, ενώ εκτός από την ελληνική του «οικογένεια» διατηρεί επαφές -στο μέτρο του δυνατού- και με συμμαθητές του από το «βοσνιακό σχολείο» της Νάουσας. Ενας μάλιστα εξ αυτών έχει επιστρέψει και μένει μόνιμα στη μακεδονική πόλη.
«Μάθημα ζωής και για μας»
Η πόλη της Νάουσας είχε απλώσει μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά το 1994 για να υποδεχτεί και να προσφέρει βοήθεια στα παιδιά του πολέμου. Σε όλη την πόλη είχε απλωθεί ένα αξιοθαύμαστο πέπλο αλληλεγγύης.
Οι αιτήσεις από οικογένειες ξεπερνούσαν τον αριθμό των παιδιών που έπρεπε να φιλοξενηθούν. «Όσοι δεν φιλοξενούσαν παιδιά ήθελαν με κάποιον τρόπο να συνεισφέρουν, να δώσουν ένα χέρι βοήθειας. Άλλοι προσέφεραν ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, ενώ οι ιδιοκτήτες καταστημάτων εστίασης δεν ζητούσαν χρήματα από εμάς που φιλοξενούσαμε παιδιά», σημειώνει η Ελένη Χατζοπούλου, η οποία θυμάται πως ο δικός της φιλοξενούμενος είχε φτάσει στο σπίτι με τα ρούχα που φορούσε και με μια τσάντα που περιείχε ένα εσώρουχο, ένα μπλουζάκι και μια φόρμα.
«Όλο αυτό που έγινε πηγάζει από την αγάπη μας για τα παιδιά. Αλλά μη νομίζετε ότι βοήθησε μόνο τον Όγκι. Το μάθημα ζωής που πήραμε από αυτόν εμείς και τα παιδιά μας ήταν πολύ μεγαλύτερο», λέει από την πλευρά της η «κυρία με το καλάθι», Μαρία Μίλη, η οποία θυμάται με νοσταλγία τη συμβίωση με τον μικρό από τη Βοσνία. Η ίδια έχει επισκεφθεί το πατρικό σπίτι του Όγκι και έχει γίνει αχώριστη με την μητέρα του. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους μιλούσαν και έκλαιγαν επί ώρες, χωρίς να έχουν κοινή γλώσσα συνεννόησης, παρά μόνο αυτή της καρδιάς.
από το Σαράγεβο σήκωσε το φοβισμένο του βλέμμα προς το ακροατήριο, στο Δημαρχείο της Νάουσας, και ξεχώρισε μια κυρία στην πρώτη σειρά. Κρατούσε ένα καλάθι γεμάτο καραμέλες και γλυκίσματα και δίπλα της καθόταν ένα κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο από εκείνον. Ήταν φθινόπωρο του 1994, όταν ο ίδιος και άλλα 20 παιδιά από την εμπόλεμη Βοσνία είχαν μεταφερθεί στη Νάουσα μαζί με τη δασκάλα τους. Σε μια «απόδραση» από τη φωτιά του πολέμου, θα φιλοξενούνταν για έναν χρόνο σε σπίτια ντόπιων οικογενειών και θα έκαναν τα σχολικά τους μαθήματα σε αίθουσα που τους είχε παραχωρηθεί σε σχολείο της πόλης. Τη μέρα αυτή ανακοινώνονταν οι οικογένειες Ναουσαίων που θα τους φιλοξενούσαν. «Ποιος θα είναι ο τυχερός που θα πάρει αυτά τα γλυκά;» ψιθύρισε στον διπλανό του, με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στο καλάθι της κυρίας στην πρώτη σειρά. Δευτερόλεπτα μετά θα μάθαινε ότι ήταν ο ίδιος. Θα περνούσε τους επόμενους 9 μήνες φιλοξενούμενος της «κυρίας με το καλάθι», Μαρίας Μίλη, του συζύγου της, Θανάση Χατζόπουλου, και των δύο παιδιών τους, Ελένης και Νίκου. Σύντομα θα συνειδητοποιούσε πως αυτή θα γινόταν «η ελληνική του οικογένεια». Σε ηλικία 34 ετών πλέον, ο Ογκνιέν Πλακάλοβιτς («Όγκι» είναι το υποκοριστικό του) ξεφυλλίζει το βιβλίο των αναμνήσεων και μιλάει για το «βοσνιακό σχολείο της Νάουσας», τη συμβίωση με την οικογένεια και την αδελφική σχέση που έκτισε και διατηρεί μέχρι σήμερα με το Νίκο και την Ελένη, τα «αδέλφια» του στην Ελλάδα.
Οι τελευταίοι διηγούνται την ιστορία από τη δική τους σκοπιά και περιμένουν τον Σερβοβόσνιο «αδελφό» τους το ερχόμενο καλοκαίρι για να τον παντρέψουν στη Νάουσα.
Οι αρχικές δυσκολίες και η προσαρμογή
Η ενσωμάτωση του 9χρονου Όγκι ήταν κάθε άλλο παρά μια εύκολη υπόθεση. Το παιδί ήταν φοβισμένο και του ήταν δύσκολο να νιώσει οικεία σε έναν άγνωστο τόπο, με άγνωστους ανθρώπους που μιλούσαν μια ακατάληπτη γλώσσα. Επιπλέον, δεν είχε καμία δυνατότητα επικοινωνίας με τους γονείς και την αδελφή του. «Όταν φτάσαμε στο σπίτι της Μαρίας και του Θανάση, ήμουν σε σύγχυση. Δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε λέξη από αυτά που έλεγαν, όπως και αυτοί δεν μπορούσαν να με καταλάβουν» λέει και προσθέτει: «Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες για μένα. Το σχολείο άρχισε μετά από 20 μέρες και τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν. Περνούσα χρόνο με φίλους από τη χώρα μου, μιλούσαμε και ανταλλάσσαμε εμπειρίες».
Οι αρχικές δυσκολίες και η προσαρμογή
Η ενσωμάτωση του 9χρονου Όγκι ήταν κάθε άλλο παρά μια εύκολη υπόθεση. Το παιδί ήταν φοβισμένο και του ήταν δύσκολο να νιώσει οικεία σε έναν άγνωστο τόπο, με άγνωστους ανθρώπους που μιλούσαν μια ακατάληπτη γλώσσα. Επιπλέον, δεν είχε καμία δυνατότητα επικοινωνίας με τους γονείς και την αδελφή του. «Όταν φτάσαμε στο σπίτι της Μαρίας και του Θανάση, ήμουν σε σύγχυση. Δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε λέξη από αυτά που έλεγαν, όπως και αυτοί δεν μπορούσαν να με καταλάβουν» λέει και προσθέτει: «Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες για μένα. Το σχολείο άρχισε μετά από 20 μέρες και τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν. Περνούσα χρόνο με φίλους από τη χώρα μου, μιλούσαμε και ανταλλάσσαμε εμπειρίες».
Η 13χρονη τότε Ελένη Χατζοπούλου θυμάται την πρώτη μέρα, λίγο μετά την άφιξη του φιλοξενούμενου στο σπίτι τους, όταν κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι για το μεσημεριανό και ο Όγκι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Έκλαιγε ασταμάτητα φωνάζοντας "μαμά" και "μπαμπά". Δεν είχαμε τον τρόπο να τον ησυχάσουμε, δεν ξέραμε τη γλώσσα. Ο μπαμπάς μου τότε βρήκε την πιο έξυπνη λύση: Άρχισε να μας μιλάει και τους τρεις στη διεθνή γλώσσα των μαθηματικών! Μας έβαλε ασκήσεις να λύσουμε. Μας θυμάμαι να καθόμαστε και οι τρεις κάτω στο χαλί και να λύνουμε ασκήσεις. Αυτό ήταν. Άρχισε να γελάει. Ένιωσε καλύτερα» αφηγείται.
Την ίδια ώρα, ο γιος της οικογένειας, ο 10χρονος Νίκος, που βρισκόταν πιο κοντά στον Όγκι λόγω φύλου και ηλικίας, είχε τις δικές του επιφυλάξεις και ανησυχίες. «Δεν κρύβω ότι στην αρχή τον έβλεπα ανταγωνιστικά. Ως παιδί δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι συνέβαινε και έβλεπα ένα άλλο παιδί που ήρθε από το πουθενά για να μου πάρει τη θέση» θυμάται και συμπληρώνει: «Πέρασε μια δύσκολη περίοδος προσαρμογής και για τους δυο μας. Υπήρξαν στιγμές που πετούσαμε…σοκολατάκια ο ένας στον άλλο, όχι από αγάπη, αλλά με στόχο να ανοίξουμε κεφάλι!». Ο φιλοξενούμενος Σερβοβόσνιος περνούσε κάποιες ώρες της ημέρας παίζοντας με τα Playmobil παιχνίδια πολέμου μεταξύ xριστιανών και μουσουλμάνων. Έναν μήνα μετά την έναρξη των σχολικών μαθημάτων, άρχισε να μιλάει ελληνικά, γεγονός που άνοιξε δρόμους επικοινωνίας και άρχισε σταδιακά να δημιουργεί αίσθημα οικειότητας. Σταδιακά κτίστηκαν δεσμοί αγάπης και άρχισε να αποκαλεί τους ανθρώπους που τον φιλοξενούσαν «μαμά Μαρία» και «μπαμπά Θανάση». Σε μια συζήτηση, αργότερα, με τον Νίκο ο μικρός από τη Βοσνία ήταν μελαγχολικός και έλεγε πως δεν ήταν κανονικά αδέλφια, όπως εκείνος με την Ελένη. «Μην είσαι χαζός, δεν βλέπεις αυτό;» του είπε ο 10χρονος, δείχνοντας το κενό που είχαν και οι τρεις ανάμεσα στα μπροστινά δόντια (κοπτήρες), για να τον πείσει.
Την ίδια ώρα, ο γιος της οικογένειας, ο 10χρονος Νίκος, που βρισκόταν πιο κοντά στον Όγκι λόγω φύλου και ηλικίας, είχε τις δικές του επιφυλάξεις και ανησυχίες. «Δεν κρύβω ότι στην αρχή τον έβλεπα ανταγωνιστικά. Ως παιδί δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι συνέβαινε και έβλεπα ένα άλλο παιδί που ήρθε από το πουθενά για να μου πάρει τη θέση» θυμάται και συμπληρώνει: «Πέρασε μια δύσκολη περίοδος προσαρμογής και για τους δυο μας. Υπήρξαν στιγμές που πετούσαμε…σοκολατάκια ο ένας στον άλλο, όχι από αγάπη, αλλά με στόχο να ανοίξουμε κεφάλι!». Ο φιλοξενούμενος Σερβοβόσνιος περνούσε κάποιες ώρες της ημέρας παίζοντας με τα Playmobil παιχνίδια πολέμου μεταξύ xριστιανών και μουσουλμάνων. Έναν μήνα μετά την έναρξη των σχολικών μαθημάτων, άρχισε να μιλάει ελληνικά, γεγονός που άνοιξε δρόμους επικοινωνίας και άρχισε σταδιακά να δημιουργεί αίσθημα οικειότητας. Σταδιακά κτίστηκαν δεσμοί αγάπης και άρχισε να αποκαλεί τους ανθρώπους που τον φιλοξενούσαν «μαμά Μαρία» και «μπαμπά Θανάση». Σε μια συζήτηση, αργότερα, με τον Νίκο ο μικρός από τη Βοσνία ήταν μελαγχολικός και έλεγε πως δεν ήταν κανονικά αδέλφια, όπως εκείνος με την Ελένη. «Μην είσαι χαζός, δεν βλέπεις αυτό;» του είπε ο 10χρονος, δείχνοντας το κενό που είχαν και οι τρεις ανάμεσα στα μπροστινά δόντια (κοπτήρες), για να τον πείσει.
Ο αποχωρισμός και η επανένωση
Όταν τελείωσε η σχολική χρονιά, έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, που ήταν εξίσου δύσκολη για όλους. Ο Όγκι αποχωρούσε με πακεταρισμένο το ολοκαίνουργιο ποδήλατό του -δώρο της οικογένειας που τον φιλοξένησε για ένα χρόνο- με μικτά συναισθήματα.
«Ήμουν λυπημένος και χαρούμενος ταυτόχρονα. Λυπημένος που έπρεπε να αποχωριστώ την ελληνική μου οικογένεια, με την οποία έζησα ένα χρόνο και με φρόντισε τόσο πολύ, χαρούμενος επειδή ανυπομονούσα να δω τους γονείς και την αδελφή μου έπειτα από μια μακρά περίοδο», διηγείται και προσθέτει: «Όταν έφτασα σπίτι ο πατέρας μου δεν με αναγνώρισε, γιατί είχα μακρύ μαλλί. Τις πρώτες μέρες ήμουν μελαγχολικός, μου έλειπε η οικογένειά μου στην Ελλάδα. Παρόλο που ήμουν πολύ μικρός, εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι έχω δύο οικογένειες».
«Όταν ξανασυναντηθήκαμε μετά από 9 χρόνια ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα»
Το επόμενο καλοκαίρι ξανασυναντήθηκαν όταν ο ίδιος επανήλθε στην Ελλάδα για διακοπές, κάτι που επαναλήφθηκε και τα επόμενα χρόνια. Κάποια στιγμή η δική του οικογένεια μετακόμισε στην Ποντγκόριτσα και μετά επέστρεψε στο Σαράγεβο, ενώ ο Όγκι πήγε στο Βελιγράδι για σπουδές. Διακόπηκε η επαφή με την Ελλάδα και τα ίχνη του χάθηκαν για εννέα χρόνια. Τα παιδιά ξαναβρέθηκαν το 2009, χάρη στο Facebook.
«Όταν ξανασυναντηθήκαμε ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Η Μαρία είναι σαν μητέρα για μένα, η Ελένη και ο Νίκος σαν αδέλφια» λέει (σ.σ. ο πατέρας της οικογένειας είχε στο μεταξύ φύγει από τη ζωή).
Ακολούθησαν αμοιβαίες επισκέψεις και συναντήσεις. Σε μια απ' αυτές, τα «αδέλφια» Νίκος και Ογκνιέν συνόδευσαν μαζί την Ελένη για τον γάμο της.
Ο Ογκνιέν Πλακάλοβιτς ζει και εργάζεται σήμερα στην Κένυα, σε έργο που έχει αναλάβει Σέρβος εργολάβος. Ακούει ελληνική μουσική -αγαπημένος του καλλιτέχνης είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου-, ενώ εκτός από την ελληνική του «οικογένεια» διατηρεί επαφές -στο μέτρο του δυνατού- και με συμμαθητές του από το «βοσνιακό σχολείο» της Νάουσας. Ενας μάλιστα εξ αυτών έχει επιστρέψει και μένει μόνιμα στη μακεδονική πόλη.
«Μάθημα ζωής και για μας»
Η πόλη της Νάουσας είχε απλώσει μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά το 1994 για να υποδεχτεί και να προσφέρει βοήθεια στα παιδιά του πολέμου. Σε όλη την πόλη είχε απλωθεί ένα αξιοθαύμαστο πέπλο αλληλεγγύης.
Οι αιτήσεις από οικογένειες ξεπερνούσαν τον αριθμό των παιδιών που έπρεπε να φιλοξενηθούν. «Όσοι δεν φιλοξενούσαν παιδιά ήθελαν με κάποιον τρόπο να συνεισφέρουν, να δώσουν ένα χέρι βοήθειας. Άλλοι προσέφεραν ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, ενώ οι ιδιοκτήτες καταστημάτων εστίασης δεν ζητούσαν χρήματα από εμάς που φιλοξενούσαμε παιδιά», σημειώνει η Ελένη Χατζοπούλου, η οποία θυμάται πως ο δικός της φιλοξενούμενος είχε φτάσει στο σπίτι με τα ρούχα που φορούσε και με μια τσάντα που περιείχε ένα εσώρουχο, ένα μπλουζάκι και μια φόρμα.
«Όλο αυτό που έγινε πηγάζει από την αγάπη μας για τα παιδιά. Αλλά μη νομίζετε ότι βοήθησε μόνο τον Όγκι. Το μάθημα ζωής που πήραμε από αυτόν εμείς και τα παιδιά μας ήταν πολύ μεγαλύτερο», λέει από την πλευρά της η «κυρία με το καλάθι», Μαρία Μίλη, η οποία θυμάται με νοσταλγία τη συμβίωση με τον μικρό από τη Βοσνία. Η ίδια έχει επισκεφθεί το πατρικό σπίτι του Όγκι και έχει γίνει αχώριστη με την μητέρα του. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους μιλούσαν και έκλαιγαν επί ώρες, χωρίς να έχουν κοινή γλώσσα συνεννόησης, παρά μόνο αυτή της καρδιάς.
Δεν ήρθαν λαθραία, δεν θεώρησαν ποτέ ιδιοκτησία τους αυτά που τους παρασχεθηκαν, εκτίμησαν την φιλοξενία, δεν βιαιοπραγησαν δεν έκαναν καραμέλα το "I am refugee". Δηλαδή καμία σχέση με το σήμερα. Και σταματήστε να κάνετε λόγο για ξενοφοβία. Πιο φιλόξενη χώρα από τη δική μας δεν υπάρχει. Υπάρχουν και όρια όμως.
ΑπάντησηΔιαγραφή