Ο Σ. ξεκινάει το θέμα, παραθέτοντας μερικές φράσεις πρόβλεψης θανάτου, όπως για παράδειγμα: «Κόρακας στην αυλή ή σε δέντρο της αυλής ερχόμενος επισκέπτης και φωνάζων κρα-κρα, θάνατον σπιτιακού προυϊμάει (σ.σ. προβλέπει)», «Αρκούδα είδις στον ύπνο σου,
θάνατον οικείου καρτέρα», «πλατάρι τς αρνίθας άμα έχει λάκκο, τρύπα, οικείο τάφο προοιωνίζεται» κ. ά. Κατόπιν γράφει λέξεις και ρήσεις για κάποιον που ασθενεί βαριά και είναι ετοιμοθάνατος: κοίτιτι (σ.σ. δεν μπορεί να σηκωθεί από το στρώμα), τα κακάρουσι, μαζώνει υπογραφές, θα τα τνάξει, τουν σώθκι του λάδι, κίντσι για τουν Αϊθανάση κ. ά.
Ο ετοιμοθάνατος ζητάει συγχώρεση, δεν κάνει να πεθάνει αμετάλαυτους (χωρίς να μεταλάβει) και αργοπορεί να πεθάνει, αν έχει αμαρτίες (θα τουν βγη η ψυχή πτουν κώλου). Αν ξεψυχήσει και ζαβουτηράει (σ.σ. σαν να βλέπει), θα πάρει και άλλον μαζί του σύντομα από το σπίτι.
Η πρώτη δουλειά που γίνεται στο νεκρό είναι να τον αλλάξουν με τα καινούργια του ρούχα, όσο είναι ζεστός. Τον τοποθετούν στη μέση του δωματίου με το πρόσωπο προς την ανατολή, σταυρώνουν τα χέρια και τα δένουν με μαντήλι, καθώς και τα πόδια και το κάτω μέρος του σαγονιού. Σε περίπτωση ανύπαντρης γυναίκας, τη στολίζουν νύφη. Στην τσέπη (τζιόπι) ρίχνουν 2-3 κέρματα για να τα ‘δώσει στον Χάρο να περάσει στον άλλο κόσμο’. Βάζουν το σάβανο από πάνω, χωρίς να το κόψουν με ψαλίδι (το σκίζουν με τα χέρια), ανάβουν τη καντήλα, θυμιατίζουν και ανάβουν κεριά κοντά στο νεκρό. Οι συγγενείς έρχονται με κεριά και λουλούδια (περισσότερο οι γυναίκες) και λένε τις απαραίτητες για την περίσταση φράσεις. Τραγουδιούνται μοιρολόγια από γυναίκες ή ειδικές μοιρολογίστρες και μόλις βασιλεύσει, σταματάνε τα μοιρολόγια και αρκετές γυναίκες τον ξενυχτούν, προσέχοντας να μη περάσει καμιά γάτα από πάνω του και ‘βρουκολακιάσει’. Ετοιμάζουν ως κόλλυβο ψωμί και σιτάρι μισοβρασμένο.
Κηδεία. Πριν ‘παραχώσουν’ το νεκρό, παιδιά στέλνονται να κτυπήσουν τις καμπάνες πένθιμα (από τρεις φορές με παύση). Μόλις σηκώσουν το αυτοσχέδιο φέρετρο (σιαντούκι) στο μέρος που αυτό ήταν, κάτω από τη βελέντζα, βάζουν μια καμένη κεραμίδα, σίδερο (συνήθως φτυάρι) και θυμιατίζουν το νουντά (δωμάτιο). Το σιαντούκι το βγάζουν με τα ποδάρια του νεκρού μπροστά και πίσω το κεφάλι. Η ‘πομπή’ σταματάει στα σταυροδρόμια κυρίως και λίγο πριν τη (θέση) Βραgανιά (σ.σ. ‘μπραγκανιά’ είναι είδος δενδρώδους φυτού), όπου απλώνουν κάτω τις κανέστρες με τα ψωμιά κλπ και γίνεται μια δέηση από τον παπά. Ο παπάς δεν κάνει να γυρίσει πίσω το κεφάλι του, γιατί, λένε, ότι παίρνει και άλλον. Στη πομπή προηγείται αυτός που κρατάει το καπάκι του σιαντουκιού και τελευταίες οι γυναίκες, ενώ τα μαγαζιά σφαλνούν τα κιμπέκια (σ.σ. ασφαλίζουν τα ξύλινα παραθυρόφυλλα-κανάτια) και ο κόσμος, που παρακολουθεί, βγάζουν τα καπέλα τους. Πριν κατεβάσουν το νεκρό στον τάφο, θέτουν για φυλακτό στη μέση του μπροστά μια μικρή πλάκα με τα στοιχεία ΙΣ-ΧΣ για να μη βρικολακιάσει. Αφού τον κατεβάσουν, του ξεδένουν τα χέρια και τα πόδια και ρίχνουν λουλούδια, καθώς και μια σπασμένη κεραμίδα. Όταν τον σκεπάσουν με το σάβανο, ο παπάς χύνει τρεις φορές κρασί (κεφάλι, μέση, πόδια) και μετά λίγο χώμα με το φτυάρι. Μετά βάζουν το καπάκι και ο κόσμος ρίχνει τρεις φορές χούφτες με χώμα, λέγοντας ‘Θιός συχωρέσ’ τουν’. Κατόπιν στη Βραgανιά θα πάρουν λίγο σιτάρι και ψωμί.
Μετά πηγαίνουν στο σπίτι, όπου μια γυναίκα ή ένα κορίτσι με πετσέτα ρίχνει στον καθένα λίγο νερό πριν περάσει μέσα και ύστερα ο παπάς ρίχνει τρισάγιο με ποτηράκι κρασί παληγουριά, που το πίνουν από λίγο όλοι. Κατόπιν ακολουθεί τραπέζι (πιλάφι, φασόλια, ελιές). Τις πρώτες μέρες οι συγγενείς και γείτονες φέρνουν οτιδήποτε φαγητό ως παληγόργια.
Μετά τον ενταφιασμό, καθαρίζουν καλά το δωμάτιο, το ασβεστώνουν και κοντά στη πάντοτε αναμμένη καντήλα βάζουν ένα φλιτζάνι νερό και κρασί για τον νεκρό, γιατί, λένε, ότι αυτός στη διάρκεια των 40 ημερών γυρίζει σπίτι. Οι σπιτικοί και κυρίως οι γυναίκες κρατούν όλα τα σχετικά με το πένθος. Οι άντρες δεν κόβουν μαλλιά και γένια και πολλοί μέχρι και τις 40 μέρες δεν ξυρίζονται. Οι γυναίκες φορούν πρόσθετο μαντήλι που σκεπάζει όλο το πρόσωπο, τη bαρbούλα. Όταν τις έρχεται ο πόνος, μοιρολογούν για να ξεσπάσουν. Δεν πηγαίνουν στην εκκλησία ως το χρόνο, ούτε πηγαίνουν/δέχονται επισκέψεις τις γιορτές (ονομαστικές και μεγάλες γιορτές). Δεν χρουντσπουλίζ ’ν τα σπίτια, ούτε δέχονται bουbουσιάρια. Δεν φτιάχνουν κόλιαντα, βασιλόπιτα, ούτε δίνουν κόκκινα αυγά. Στους ερχόμενους επισκέπτες δεν προσφέρουν γλυκό, κερνούν μόνο ρακί και καφέ. Το πένθος είναι βαρύτερο στις γυναίκες, οι οποίες δεν βγάζουν τα μαύρα ως τα 3 χρόνια και μερικές ακόμα πιο πολύ. Στη Πρώτη Ανάσταση, το Πάσχα, θα πάνε με κίτρινη λαμπάδα, στο σεργιάνι δεν θα βγουν, μόνο σε κηδεία άλλου θα πάνε, ενώ χοροί και τραγούδια είναι απαγορευμένα.
Μνημόσυνα κάνουν στις 3, στις 9, στις 20, στις 40, στο εξάμηνο, στο χρόνο, στα 3 χρόνια και στο ξιανάχωμα. Μετά την πρώτη Ανάσταση πηγαίνουν στα μνήματα 20-30 αυγά για τους νεκρούς, που τα μοιράζουν κατόπιν στα παιδιά. Την Κυριακή της Πεντηκοστής όλος ο κόσμος πηγαίνει με πίτες στα μνήματα για να ‘φάνε οι ψυχές που γυρίζουν’. Τον 15αύγουστο που έρχεται ο Δεσπότης (Σισανίου), στις 16 του μηνός, τον καλούν στα μνήματα και κάθε γυναίκα που έχει πεθαμένο, με την παρουσία αυτού, κάνει τρισάγιο.
Το ξιανάχωμα (σ.σ. εκταφή, ανακομιδή) γίνεται στα 7 χρόνια. Σκάβουν από το μέρος του κεφαλιού, μαζεύουν τα κόκκαλα, τα πλένουν με κρασί και τα βάζουν σε μια πάνινη σακούλα, αφού κάνουν μετάνοιες, λένε μοιρολόγια και μοιράζουν κόλλυβα. Αν ο νεκρός έβγαινε άλιωτος (αbανόζι), λένε, λόγω αμαρτιών, τον ξαναέθαβαν. Μετά 1, 2, 3 χρόνια τον ξαναέβγαζαν, συνήθως λιωμένο.
Στα μνήματα επάνω δεν κάνει να πατάς, γιατί πατάς τα μάτια του πεθαμένου. Περνώντας από το νεκροταφείο, όλοι κάνουν το σταυρό τους. Το μέρος είναι φόβιο, γιατί μπορούν να βγουν βρικόλακοι (βρουκουλάκκαι), οι οποίοι μπορούν να βγουν και στα σταυροδρόμια, παίρνοντας τη μορφή ζώου, ή να βγουν στα σπίτια και να κτυπούν τα παράθυρα, να ρίχνουν πέτρες και να μουρνταρεύουν το αλεύρι και τη λίγδα. Σε μέρος, που χύθηκε ανθρώπινο αίμα από σκοτωμένο, πολλές φορές ακούγεται το μουγκρητό του τη νύχτα. Πλένουν το πρόσωπο του νεκρού με κρασί και αν έχει πληγές τις ζεματίζουν με λάδι και τις θυμιατίζουν να μη βγει βρικόλακας.
θάνατον οικείου καρτέρα», «πλατάρι τς αρνίθας άμα έχει λάκκο, τρύπα, οικείο τάφο προοιωνίζεται» κ. ά. Κατόπιν γράφει λέξεις και ρήσεις για κάποιον που ασθενεί βαριά και είναι ετοιμοθάνατος: κοίτιτι (σ.σ. δεν μπορεί να σηκωθεί από το στρώμα), τα κακάρουσι, μαζώνει υπογραφές, θα τα τνάξει, τουν σώθκι του λάδι, κίντσι για τουν Αϊθανάση κ. ά.
Ο ετοιμοθάνατος ζητάει συγχώρεση, δεν κάνει να πεθάνει αμετάλαυτους (χωρίς να μεταλάβει) και αργοπορεί να πεθάνει, αν έχει αμαρτίες (θα τουν βγη η ψυχή πτουν κώλου). Αν ξεψυχήσει και ζαβουτηράει (σ.σ. σαν να βλέπει), θα πάρει και άλλον μαζί του σύντομα από το σπίτι.
Η πρώτη δουλειά που γίνεται στο νεκρό είναι να τον αλλάξουν με τα καινούργια του ρούχα, όσο είναι ζεστός. Τον τοποθετούν στη μέση του δωματίου με το πρόσωπο προς την ανατολή, σταυρώνουν τα χέρια και τα δένουν με μαντήλι, καθώς και τα πόδια και το κάτω μέρος του σαγονιού. Σε περίπτωση ανύπαντρης γυναίκας, τη στολίζουν νύφη. Στην τσέπη (τζιόπι) ρίχνουν 2-3 κέρματα για να τα ‘δώσει στον Χάρο να περάσει στον άλλο κόσμο’. Βάζουν το σάβανο από πάνω, χωρίς να το κόψουν με ψαλίδι (το σκίζουν με τα χέρια), ανάβουν τη καντήλα, θυμιατίζουν και ανάβουν κεριά κοντά στο νεκρό. Οι συγγενείς έρχονται με κεριά και λουλούδια (περισσότερο οι γυναίκες) και λένε τις απαραίτητες για την περίσταση φράσεις. Τραγουδιούνται μοιρολόγια από γυναίκες ή ειδικές μοιρολογίστρες και μόλις βασιλεύσει, σταματάνε τα μοιρολόγια και αρκετές γυναίκες τον ξενυχτούν, προσέχοντας να μη περάσει καμιά γάτα από πάνω του και ‘βρουκολακιάσει’. Ετοιμάζουν ως κόλλυβο ψωμί και σιτάρι μισοβρασμένο.
Κηδεία. Πριν ‘παραχώσουν’ το νεκρό, παιδιά στέλνονται να κτυπήσουν τις καμπάνες πένθιμα (από τρεις φορές με παύση). Μόλις σηκώσουν το αυτοσχέδιο φέρετρο (σιαντούκι) στο μέρος που αυτό ήταν, κάτω από τη βελέντζα, βάζουν μια καμένη κεραμίδα, σίδερο (συνήθως φτυάρι) και θυμιατίζουν το νουντά (δωμάτιο). Το σιαντούκι το βγάζουν με τα ποδάρια του νεκρού μπροστά και πίσω το κεφάλι. Η ‘πομπή’ σταματάει στα σταυροδρόμια κυρίως και λίγο πριν τη (θέση) Βραgανιά (σ.σ. ‘μπραγκανιά’ είναι είδος δενδρώδους φυτού), όπου απλώνουν κάτω τις κανέστρες με τα ψωμιά κλπ και γίνεται μια δέηση από τον παπά. Ο παπάς δεν κάνει να γυρίσει πίσω το κεφάλι του, γιατί, λένε, ότι παίρνει και άλλον. Στη πομπή προηγείται αυτός που κρατάει το καπάκι του σιαντουκιού και τελευταίες οι γυναίκες, ενώ τα μαγαζιά σφαλνούν τα κιμπέκια (σ.σ. ασφαλίζουν τα ξύλινα παραθυρόφυλλα-κανάτια) και ο κόσμος, που παρακολουθεί, βγάζουν τα καπέλα τους. Πριν κατεβάσουν το νεκρό στον τάφο, θέτουν για φυλακτό στη μέση του μπροστά μια μικρή πλάκα με τα στοιχεία ΙΣ-ΧΣ για να μη βρικολακιάσει. Αφού τον κατεβάσουν, του ξεδένουν τα χέρια και τα πόδια και ρίχνουν λουλούδια, καθώς και μια σπασμένη κεραμίδα. Όταν τον σκεπάσουν με το σάβανο, ο παπάς χύνει τρεις φορές κρασί (κεφάλι, μέση, πόδια) και μετά λίγο χώμα με το φτυάρι. Μετά βάζουν το καπάκι και ο κόσμος ρίχνει τρεις φορές χούφτες με χώμα, λέγοντας ‘Θιός συχωρέσ’ τουν’. Κατόπιν στη Βραgανιά θα πάρουν λίγο σιτάρι και ψωμί.
Μετά πηγαίνουν στο σπίτι, όπου μια γυναίκα ή ένα κορίτσι με πετσέτα ρίχνει στον καθένα λίγο νερό πριν περάσει μέσα και ύστερα ο παπάς ρίχνει τρισάγιο με ποτηράκι κρασί παληγουριά, που το πίνουν από λίγο όλοι. Κατόπιν ακολουθεί τραπέζι (πιλάφι, φασόλια, ελιές). Τις πρώτες μέρες οι συγγενείς και γείτονες φέρνουν οτιδήποτε φαγητό ως παληγόργια.
Μετά τον ενταφιασμό, καθαρίζουν καλά το δωμάτιο, το ασβεστώνουν και κοντά στη πάντοτε αναμμένη καντήλα βάζουν ένα φλιτζάνι νερό και κρασί για τον νεκρό, γιατί, λένε, ότι αυτός στη διάρκεια των 40 ημερών γυρίζει σπίτι. Οι σπιτικοί και κυρίως οι γυναίκες κρατούν όλα τα σχετικά με το πένθος. Οι άντρες δεν κόβουν μαλλιά και γένια και πολλοί μέχρι και τις 40 μέρες δεν ξυρίζονται. Οι γυναίκες φορούν πρόσθετο μαντήλι που σκεπάζει όλο το πρόσωπο, τη bαρbούλα. Όταν τις έρχεται ο πόνος, μοιρολογούν για να ξεσπάσουν. Δεν πηγαίνουν στην εκκλησία ως το χρόνο, ούτε πηγαίνουν/δέχονται επισκέψεις τις γιορτές (ονομαστικές και μεγάλες γιορτές). Δεν χρουντσπουλίζ ’ν τα σπίτια, ούτε δέχονται bουbουσιάρια. Δεν φτιάχνουν κόλιαντα, βασιλόπιτα, ούτε δίνουν κόκκινα αυγά. Στους ερχόμενους επισκέπτες δεν προσφέρουν γλυκό, κερνούν μόνο ρακί και καφέ. Το πένθος είναι βαρύτερο στις γυναίκες, οι οποίες δεν βγάζουν τα μαύρα ως τα 3 χρόνια και μερικές ακόμα πιο πολύ. Στη Πρώτη Ανάσταση, το Πάσχα, θα πάνε με κίτρινη λαμπάδα, στο σεργιάνι δεν θα βγουν, μόνο σε κηδεία άλλου θα πάνε, ενώ χοροί και τραγούδια είναι απαγορευμένα.
Μνημόσυνα κάνουν στις 3, στις 9, στις 20, στις 40, στο εξάμηνο, στο χρόνο, στα 3 χρόνια και στο ξιανάχωμα. Μετά την πρώτη Ανάσταση πηγαίνουν στα μνήματα 20-30 αυγά για τους νεκρούς, που τα μοιράζουν κατόπιν στα παιδιά. Την Κυριακή της Πεντηκοστής όλος ο κόσμος πηγαίνει με πίτες στα μνήματα για να ‘φάνε οι ψυχές που γυρίζουν’. Τον 15αύγουστο που έρχεται ο Δεσπότης (Σισανίου), στις 16 του μηνός, τον καλούν στα μνήματα και κάθε γυναίκα που έχει πεθαμένο, με την παρουσία αυτού, κάνει τρισάγιο.
Το ξιανάχωμα (σ.σ. εκταφή, ανακομιδή) γίνεται στα 7 χρόνια. Σκάβουν από το μέρος του κεφαλιού, μαζεύουν τα κόκκαλα, τα πλένουν με κρασί και τα βάζουν σε μια πάνινη σακούλα, αφού κάνουν μετάνοιες, λένε μοιρολόγια και μοιράζουν κόλλυβα. Αν ο νεκρός έβγαινε άλιωτος (αbανόζι), λένε, λόγω αμαρτιών, τον ξαναέθαβαν. Μετά 1, 2, 3 χρόνια τον ξαναέβγαζαν, συνήθως λιωμένο.
Στα μνήματα επάνω δεν κάνει να πατάς, γιατί πατάς τα μάτια του πεθαμένου. Περνώντας από το νεκροταφείο, όλοι κάνουν το σταυρό τους. Το μέρος είναι φόβιο, γιατί μπορούν να βγουν βρικόλακοι (βρουκουλάκκαι), οι οποίοι μπορούν να βγουν και στα σταυροδρόμια, παίρνοντας τη μορφή ζώου, ή να βγουν στα σπίτια και να κτυπούν τα παράθυρα, να ρίχνουν πέτρες και να μουρνταρεύουν το αλεύρι και τη λίγδα. Σε μέρος, που χύθηκε ανθρώπινο αίμα από σκοτωμένο, πολλές φορές ακούγεται το μουγκρητό του τη νύχτα. Πλένουν το πρόσωπο του νεκρού με κρασί και αν έχει πληγές τις ζεματίζουν με λάδι και τις θυμιατίζουν να μη βγει βρικόλακας.
--------------
Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές παρεμβάσεις.
σ.σ. = σημείωση εκδότη (δική μου)
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 252- 258).
Σημ: Οι φωτογραφίες του άρθρου είναι γενικές (για τα ταφικά έθιμα). Δεν είναι από τη Βλάστη.
Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές παρεμβάσεις.
σ.σ. = σημείωση εκδότη (δική μου)
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 252- 258).
Σημ: Οι φωτογραφίες του άρθρου είναι γενικές (για τα ταφικά έθιμα). Δεν είναι από τη Βλάστη.
Πολύ αξιόλογο άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή