Του Γιάννη Τσιαμήτρου
Πάντως, το νεοτουρκικό κίνημα υπήρξε η καλύτερη αφορμή για τη αναμόρφωση του ελληνικού προγράμματος απέναντι στον αλύτρωτο ελληνισμό με την ίδρυση της Πανελλήνιας Οργάνωσης από τον Παναγιώτη Δαγκλή. Ωστόσο, ο Π. Δαγκλής αναγκάστηκε σε παραίτηση, γιατί η νέα κυβέρνηση του Δ. Ράλλη το 1909 δεν υιοθέτησε τις προτάσεις του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το Νεοτουρκικό κίνημα υπήρξε ένα κίνημα εθνικό, ειρηνικό, αναίμακτο και αποσκοπούσε στο να θέσει τέλος στις εδαφικές επεμβάσεις των βαλκανικών κρατών στη Μακεδονία και στις μακροχρόνιες επεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι στηλίτευσαν το τυραννικό σουλτανικό καθεστώς και διατύπωσαν - κάτω από τις σύγχρονες έννοιες της ισότητας, της αδελφότητας και της ελευθερίας - την ιδέα της νέας οθωμανικής πατρίδας και ιδεώδους, κοινού για όλους τους υπηκόους, χωρίς καμιά διάκριση.
Βέβαια, υπήρξε μια προσπάθεια ελληνοβουλγαρικής συνεννόησης στα πλαίσια της Νεοτουρκικής πολιτικής, αλλά η εθνική διαπάλη ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη, που ήταν πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί μια τέτοια συνεννόηση. Είναι γεγονός ότι η βουλγαρική ανταρτική δράση πάλι άρχισε να πλεονεκτεί έναντι της αντίστοιχης ελληνικής στην περίοδο αυτή, ήταν δε ανειλικρινής και ανθελληνική, παρά την επισημοποίηση της ελληνοβουλγαρικής προσέγγισης στα 1912 με την υπογραφή του σχετικού πρωτόκολλου.
Με το τέλος των Νεότουρκων (1912), ο πόθος των Μακεδονομάχων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας παρέμενε άσβεστος, παρά τη διστακτικότητα του ανερχόμενου πολιτικά Ελευθερίου Βενιζέλου (το 1910 πρωθυπουργός), ο οποίος έδινε προτεραιότητα στο Κρητικό Κίνημα. Ο Βενιζέλος, επίσης, επιθυμώντας τις καλές ελληνορουμανικές σχέσεις, το 1912 υποσχέθηκε να εξετάσει τα ρουμανικά αιτήματα (διεκδίκηση διδασκαλίας ρουμανικής γλώσσας και μειονότητας στη τότε ελληνική επικράτεια). Ωστόσο, οι ολιγάριθμοι, αλλά δυναμικοί ρουμανίζοντες, δεν κατάφεραν να πείσουν ακόμα και την ίδια τη ρουμανική πολιτική για επίσημη ύπαρξη συγκροτημένης ρουμανικής μειονότητας στο μακεδονικό χώρο (σ.σ. δυστυχώς, αργότερα, το 1913, θα δούμε ότι ο Ε. Βενιζέλος δέχεται, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, τη λειτουργία ρουμάνικων σχολείων και εκκλησιών στην απελευθερωμένη από τους Έλληνες Μακεδονία).
*(σ.σ. το εν λόγω Ζήτημα έχει κλείσει οριστικά de facto και de jure με τις συμφωνίες του Λονδίνου στις 17/30 Μαΐου του 1913 και Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913, με τις οποίες τερματίστηκαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι
Πρέπει να σημειωθεί ότι και τα δύο σημειώματα αποτελούν σκιαγράφηση των όσων ο έγκριτος ιστορικός Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος γράφει στο βιβλίο του (βλέπε πηγή στο τέλος του σημειώματος). (Στη φωτογραφία ο Καπετάν Κώττας)
Η δημιουργία της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (Ε.Μ.Ε.Ο. ή I.M.R.O.=International Macedonian Revolutionary Organization) στα 1893, μιας οργάνωσης ενός μαζικού χριστιανικού κινήματος στη Μακεδονία για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, άλλαξε τη πορεία του «Μακεδονικού Ζητήματος». Όμως, η οργάνωση αυτή στόχευε στην αυτονόμηση της Μακεδονίας με απώτερο σκοπό την ένωσή της με τη Βουλγαρία (κάτι που η Βουλγαρία είχε καταφέρει με την Ανατολική Ρωμυλία). Επίσης, ο ‘ατυχής’ ελληνοτουρκός πόλεμος του 1897 έπαιξε ρόλο στις διαβαλκανικές σχέσεις και στο Μακεδονικό Ζήτημα με αρνητικές επιπτώσεις για τις ελληνικές θέσεις.
Η Ε.Μ.Ε.Ο. χρησιμοποίησε κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, για να πετύχει το στόχο της. Με το πρόσχημα της σύμπραξης όλου του χριστιανικού πληθυσμού της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, κηρύχθηκε στη περιφέρεια της Καστοριάς η συναδέλφωση του ελληνοβουλγαρικού πληθυσμού στο μακεδονικό χώρο επίσημα από τα αντάρτικα σώματα της ΕΜΕΟ, το Φεβρουάριο του 1903. Μάλιστα, κάτω από την εφαρμογή απάνθρωπων μεθόδων, μεγάλο ποσοστό ελληνικών και ελληνοβλαχικών πληθυσμών της Μέσης Μακεδονίας σύρθηκε βίαια στα βουνά και συμμετείχε ακούσια στην εξέγερση του Ίλιντεν (από την ΕΜΕΟ), τον Ιούλιο του 1903. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί με κανένα τρόπο η εξέγερση του Ίλιντεν να χαρακτηρισθεί ως «επαναστατικό κίνημα», γιατί δεν είχε βασιστεί σε πλατιά λαϊκά ερείσματα και είχε επιβληθεί με βία στους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Βέβαια, αυτή η εξέγερση που καταπνίγηκε από τους Τούρκους, είχε αντίκτυπο στον βαλκανικό και ευρωπαϊκό χώρο και περιέπλεξε ακόμα το «Μακεδονικό Ζήτημα». Εκτός από εξαιρέσεις, η επίσημη ελληνική πλευρά συνέχιζε να τηρεί στάση στρουθοκαμήλου και γενικά είχε αποδυναμώσει και αποθαρρύνει το μακεδονικό Ελληνισμό σε αρκετές περιπτώσεις. Και όλα αυτά μέσα στα πλαίσια της διαιώνισης του δόγματος της ελληνοτουρκικής σύμπραξης, βασισμένου στην «άψογη» στάση των ελληνικών κυβερνήσεων (σ.σ. βλέπε και σήμερα ‘έντιμη’ στάση της ελληνικής κυβέρνησης στο Σκοπιανό θέμα). Αρκέστηκε μόνο σε διαμαρτυρίες προς Ευρώπη και Πύλη, μη επιθυμώντας ενεργότερη παρέμβαση και όξυνση με τους Τούρκους, και λόγω του Κρητικού Ζητήματος και λόγω της οικονομικής και πολιτικής του αδυναμίας, ιδιαίτερα μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897.
Γενικά στα εντελώς τέλη του 19ου αι.-αρχές 20ου , η Μακεδονία παρουσίαζε όψη ασυνήθιστης πολιτικής αναταραχής και μιας αναρχούμενης επαρχίας με το ελληνικό στοιχείο να έχει να αντιμετωπίσει την εχθρικότητα κυρίως της Πύλης (αδράνεια) και των βουλγάρων (δολοφονίες). Μάλιστα ο σλαβόφωνος, αλλά ελληνόφρων, δραστήριος καπετάν Κώττας ήρθε σε ρήξη με την ΕΜΕΟ και συντόνιζε τη δραστηριότητα του ελληνικού στοιχείου, αντιμετωπίζοντας πολλαπλές συγκρούσεις με τα βουλγαρικά σώματα της ΕΜΕΟ. Η βουλγαρική κίνηση, παρά τις δόλιες και απάνθρωπες μεθόδους για την προσέλκυση του ελληνικού στοιχείου, δεν κατάφερε να επιβληθεί, γιατί οι συμπαγείς σλαβόφωνοι ελληνικοί και ελληνοβλαχικοί πληθυσμοί αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του μεσαίου μακεδονικού χώρου, μη έχοντας τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα.
Σε αυτή τη χρονική περίοδο (1893-1903), παράλληλα με την έντονη βουλγαρική κίνηση, τεταμένες παρουσιάζονται και οι ελληνοσερβικές και σερβοβουλγαρικές σχέσεις. Η οξύτερη μορφή της ελληνοσερβικής πάλης μετά το 1894 εξελισσόταν στα Σκόπια, όπου, με την εύνοια του Πατριαρχείου εξ αιτίας πιέσεων εκ μέρους της Πύλης και των Ρώσων, τελικά το 1902 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σκοπίων ο σέρβος Φιρμιλιανός, παρά τις αντιδράσεις της εκεί ελληνικής κοινότητας και της επίσημης ελληνικής πολιτικής.
Η εξέγερση του Ίλιντεν (είπαμε όχι ‘επανάσταση’) στις 20 Ιουλίου του 1903 σηματοδότησε τη νέα φάση του «Μακεδονικού Ζητήματος», που συνεχίστηκε με τον ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα. Αυτή η εξέγερση είχε γνήσια βουλγαρική χροιά και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ωμότητες των Τούρκων και της οργάνωσης ΕΜΕΟ (ΙΜRO) σε βάρος των αλλόφωνων (σλαβόφωνων, βλαχόφωνων) Ελλήνων της Μακεδονίας οδήγησαν μεγάλο ποσοστό αυτών-ακούσια ή εκούσια-να πολεμήσει τους Τούρκους στο πλευρό των ελληνικών σωμάτων. Μετά τον σλαβόφωνο καπετάν Κώττα, που αναφέραμε, οι ξενόφωνοι Παύλος Κύρου, Αντώνης Ζώης και Πέτρος Σουγγαράκης κ.ά. διαχώρισαν τη θέση τους και κατατάχτηκαν στα ελληνικά αντάρτικα σώματα.
Η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας γύρω από την εξέγερση του Ίλιντεν, που επιχειρείται από τη βουλγαρική ιστοριογραφία, αλλά κυρίως από τη σκοπιανή, υπαγορεύεται ασφαλώς από πολιτικές σκοπιμότητες και οδηγεί στη πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας. Πρώτον, γιατί εσκεμμένα παρουσιάζεται το Ίλιντεν σαν ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα σύσσωμου του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Δεύτερον, γιατί παραγκωνίζεται και αποσιωπάται ο βίαιος χαρακτήρας της εξέγερσης και παραλείπονται όλες εκείνες οι τραγικές διαδικασίες, ιδιαίτερα μετά το 1897, που οδήγησαν στη πραγμάτωσή του. Και τρίτον, γιατί η σκοπιανή ιστοριογραφία καταναλίσκεται σε τεράστιο όγκο δημοσιευμάτων για να πείσει ότι το Ίλιντεν ήταν μια μεγάλη επανάσταση, όπως και η γαλλική (;), στην οποία συμμετείχε ολόκληρος ο «μακεδονικός» πληθυσμός, που στην ουσία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ελληνικός και βουλγαρικός, όπως μνημονεύουν όλες οι αρχειακές πηγές. Επίσης, πολύ πριν από τη εξέγερση του Ίλιντεν, οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν διαχωρίσει τη θέση τους, ακόμα και εκείνοι που συνεργάστηκαν με τα βουλγαρικά αντάρτικα σώματα και πήραν μέρος σε αυτήν. Άρα, η εξέγερση δεν ήταν ομόθυμη σύμπραξη του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας.
Η εξέγερση επικεντρώθηκε σε ολόκληρη τη Δυτική και τη βορειοδυτική Μακεδονία, καταπνίγηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι προέβησαν σε θλιβερά αντίποινα με την ολοσχερή καταστροφή πολλών χριστιανικών χωριών στις περιοχές Μοναστηρίου, Ρέσνας, Αχρίδας, Κιρτσόβου, Κρουσόβου, Κορεστίων, Καστοριάς και Φλώρινας.
Έτσι, ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) αποτέλεσε την απάντηση στο Ίλιντεν. Η αγωνιώδης προσπάθεια του μακεδονικού ελληνισμού για τη διάσωση της ελληνικής Μακεδονίας και οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες Ελλήνων έξω από τη Μακεδονία (Παύλος Μελάς, Ίων Δραγούμης κλπ) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και όχι η ‘προπαγάνδα’ του ελληνικού κράτους, του οποίου η πολιτική ήταν απαθής, άτολμη, χλιαρή και «άψογη». Ο Μακεδονικός Αγώνας είχε καθαρά αμυντικό χαρακτήρα ενάντια σε δυο ξένους δυνάστες (Βούλγαροι, Τούρκοι). Τα ανταρτικά ελληνικά σώματα με την υλική και ηθική υποστήριξη των - εξουθενωμένων και τρομοκρατημένων από τους βούλγαρους - ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ιδιαίτερα των ξενόφωνων, σήκωσαν όλο το βάρος του Μακεδονικού Αγώνα. Και αυτό συμπεραίνεται και αναγνωρίζεται σήμερα τόσο από τις εκθέσεις των Άγγλων όσο και των αυστριακών διπλωματικών εκπροσώπων της Μακεδονίας.
Η ελληνική ανταρτική δράση στο Μακεδονικό Αγώνα αντιμετωπίστηκε με εχθρικότητα από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες τη χαρακτήρισαν ‘πηγή κακοδαιμονίας και αναταραχής’ και ότι τάχα δυσκολεύονται οι εφαρμογές μεταρρυθμίσεων στην οθωμανική επικράτεια και η ειρήνευση της περιοχής. Πίεσαν λοιπόν τη Πύλη να λάβει μέτρα σε όλα τα επίπεδα για την πάταξη της ελληνικής ανταρτικής δραστηριότητας στη Μακεδονία. Ανάλογα μέτρα πάρθηκαν και σε βάρος των βουλγάρικου στοιχείου, χωρίς όμως να έχουν την ίδια ένταση με εκείνα κατά του ελληνικού στοιχείου.
Όξυνση παρουσιάστηκε επίσης στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα στις σχέσεις Ελλάδας και Ρουμανίας. Εμφανίστηκαν ρουμανικά αντάρτικα σώματα (ρουμανίζοντες) στο μακεδονικό χώρο, που συνέπρατταν άτυπα με τα αντίστοιχα βουλγαρικά εναντίον των ελληνικών. Αφορμή για την επιδείνωση των ελληνορουμανικών σχέσεων είχε σταθεί η έκδοση σουλτανικού διατάγματος (Ιραδέ) το 1905, που όχι μόνο επιβεβαίωνε την αναγνώριση εθνικής υπόστασης στους ρουμανίζοντες, όπως και για τους Σέρβους στα 1903, αλλά τους επέτρεπε να τελούν την εκκλησιαστική λειτουργία στη γλώσσα τους (ρουμάνικα). Μετά από σειρά προστριβών διακόπηκαν οι ελληνορουμανικές διπλωματικές σχέσεις το 1906.
Παρά την επιτυχημένη ελληνική ανταρτική δράση στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), το «Μακεδονικό Ζήτημα» περνούσε πάλι μια ιδιαίτερη λεπτή φάση, γιατί η Νεοτουρκική επανάσταση του Ιουλίου του 1908 παρέτεινε ακόμα περισσότερο την επίλυσή του. Το τέλος της δράσης των ελληνικών σωμάτων (διαλύθηκαν) έδωσε την αφορμή για την αναζωπύρωση της βουλγαρικής δράσης (σύγχρονη επίσης ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας) και η επίσημη ελληνική πολιτική φάνηκε πολύ διαλλακτική με το νέο καθεστώς (Νεότουρκοι). Στην ελληνική διπλωματία δεν υπήρχε ομοφωνία όσον αφορά το «Μακεδονικό Ζήτημα».
Η δημιουργία της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (Ε.Μ.Ε.Ο. ή I.M.R.O.=International Macedonian Revolutionary Organization) στα 1893, μιας οργάνωσης ενός μαζικού χριστιανικού κινήματος στη Μακεδονία για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, άλλαξε τη πορεία του «Μακεδονικού Ζητήματος». Όμως, η οργάνωση αυτή στόχευε στην αυτονόμηση της Μακεδονίας με απώτερο σκοπό την ένωσή της με τη Βουλγαρία (κάτι που η Βουλγαρία είχε καταφέρει με την Ανατολική Ρωμυλία). Επίσης, ο ‘ατυχής’ ελληνοτουρκός πόλεμος του 1897 έπαιξε ρόλο στις διαβαλκανικές σχέσεις και στο Μακεδονικό Ζήτημα με αρνητικές επιπτώσεις για τις ελληνικές θέσεις.
Η Ε.Μ.Ε.Ο. χρησιμοποίησε κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, για να πετύχει το στόχο της. Με το πρόσχημα της σύμπραξης όλου του χριστιανικού πληθυσμού της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, κηρύχθηκε στη περιφέρεια της Καστοριάς η συναδέλφωση του ελληνοβουλγαρικού πληθυσμού στο μακεδονικό χώρο επίσημα από τα αντάρτικα σώματα της ΕΜΕΟ, το Φεβρουάριο του 1903. Μάλιστα, κάτω από την εφαρμογή απάνθρωπων μεθόδων, μεγάλο ποσοστό ελληνικών και ελληνοβλαχικών πληθυσμών της Μέσης Μακεδονίας σύρθηκε βίαια στα βουνά και συμμετείχε ακούσια στην εξέγερση του Ίλιντεν (από την ΕΜΕΟ), τον Ιούλιο του 1903. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί με κανένα τρόπο η εξέγερση του Ίλιντεν να χαρακτηρισθεί ως «επαναστατικό κίνημα», γιατί δεν είχε βασιστεί σε πλατιά λαϊκά ερείσματα και είχε επιβληθεί με βία στους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
![]() |
| Εξέγερση του Ίλιντεν |
Γενικά στα εντελώς τέλη του 19ου αι.-αρχές 20ου , η Μακεδονία παρουσίαζε όψη ασυνήθιστης πολιτικής αναταραχής και μιας αναρχούμενης επαρχίας με το ελληνικό στοιχείο να έχει να αντιμετωπίσει την εχθρικότητα κυρίως της Πύλης (αδράνεια) και των βουλγάρων (δολοφονίες). Μάλιστα ο σλαβόφωνος, αλλά ελληνόφρων, δραστήριος καπετάν Κώττας ήρθε σε ρήξη με την ΕΜΕΟ και συντόνιζε τη δραστηριότητα του ελληνικού στοιχείου, αντιμετωπίζοντας πολλαπλές συγκρούσεις με τα βουλγαρικά σώματα της ΕΜΕΟ. Η βουλγαρική κίνηση, παρά τις δόλιες και απάνθρωπες μεθόδους για την προσέλκυση του ελληνικού στοιχείου, δεν κατάφερε να επιβληθεί, γιατί οι συμπαγείς σλαβόφωνοι ελληνικοί και ελληνοβλαχικοί πληθυσμοί αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του μεσαίου μακεδονικού χώρου, μη έχοντας τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα.
Σε αυτή τη χρονική περίοδο (1893-1903), παράλληλα με την έντονη βουλγαρική κίνηση, τεταμένες παρουσιάζονται και οι ελληνοσερβικές και σερβοβουλγαρικές σχέσεις. Η οξύτερη μορφή της ελληνοσερβικής πάλης μετά το 1894 εξελισσόταν στα Σκόπια, όπου, με την εύνοια του Πατριαρχείου εξ αιτίας πιέσεων εκ μέρους της Πύλης και των Ρώσων, τελικά το 1902 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σκοπίων ο σέρβος Φιρμιλιανός, παρά τις αντιδράσεις της εκεί ελληνικής κοινότητας και της επίσημης ελληνικής πολιτικής.
Η εξέγερση του Ίλιντεν (είπαμε όχι ‘επανάσταση’) στις 20 Ιουλίου του 1903 σηματοδότησε τη νέα φάση του «Μακεδονικού Ζητήματος», που συνεχίστηκε με τον ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα. Αυτή η εξέγερση είχε γνήσια βουλγαρική χροιά και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ωμότητες των Τούρκων και της οργάνωσης ΕΜΕΟ (ΙΜRO) σε βάρος των αλλόφωνων (σλαβόφωνων, βλαχόφωνων) Ελλήνων της Μακεδονίας οδήγησαν μεγάλο ποσοστό αυτών-ακούσια ή εκούσια-να πολεμήσει τους Τούρκους στο πλευρό των ελληνικών σωμάτων. Μετά τον σλαβόφωνο καπετάν Κώττα, που αναφέραμε, οι ξενόφωνοι Παύλος Κύρου, Αντώνης Ζώης και Πέτρος Σουγγαράκης κ.ά. διαχώρισαν τη θέση τους και κατατάχτηκαν στα ελληνικά αντάρτικα σώματα.
Η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας γύρω από την εξέγερση του Ίλιντεν, που επιχειρείται από τη βουλγαρική ιστοριογραφία, αλλά κυρίως από τη σκοπιανή, υπαγορεύεται ασφαλώς από πολιτικές σκοπιμότητες και οδηγεί στη πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας. Πρώτον, γιατί εσκεμμένα παρουσιάζεται το Ίλιντεν σαν ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα σύσσωμου του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Δεύτερον, γιατί παραγκωνίζεται και αποσιωπάται ο βίαιος χαρακτήρας της εξέγερσης και παραλείπονται όλες εκείνες οι τραγικές διαδικασίες, ιδιαίτερα μετά το 1897, που οδήγησαν στη πραγμάτωσή του. Και τρίτον, γιατί η σκοπιανή ιστοριογραφία καταναλίσκεται σε τεράστιο όγκο δημοσιευμάτων για να πείσει ότι το Ίλιντεν ήταν μια μεγάλη επανάσταση, όπως και η γαλλική (;), στην οποία συμμετείχε ολόκληρος ο «μακεδονικός» πληθυσμός, που στην ουσία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ελληνικός και βουλγαρικός, όπως μνημονεύουν όλες οι αρχειακές πηγές. Επίσης, πολύ πριν από τη εξέγερση του Ίλιντεν, οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν διαχωρίσει τη θέση τους, ακόμα και εκείνοι που συνεργάστηκαν με τα βουλγαρικά αντάρτικα σώματα και πήραν μέρος σε αυτήν. Άρα, η εξέγερση δεν ήταν ομόθυμη σύμπραξη του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας.
Η εξέγερση επικεντρώθηκε σε ολόκληρη τη Δυτική και τη βορειοδυτική Μακεδονία, καταπνίγηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι προέβησαν σε θλιβερά αντίποινα με την ολοσχερή καταστροφή πολλών χριστιανικών χωριών στις περιοχές Μοναστηρίου, Ρέσνας, Αχρίδας, Κιρτσόβου, Κρουσόβου, Κορεστίων, Καστοριάς και Φλώρινας.
![]() |
| Κρούσοβο |
Έτσι, ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) αποτέλεσε την απάντηση στο Ίλιντεν. Η αγωνιώδης προσπάθεια του μακεδονικού ελληνισμού για τη διάσωση της ελληνικής Μακεδονίας και οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες Ελλήνων έξω από τη Μακεδονία (Παύλος Μελάς, Ίων Δραγούμης κλπ) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και όχι η ‘προπαγάνδα’ του ελληνικού κράτους, του οποίου η πολιτική ήταν απαθής, άτολμη, χλιαρή και «άψογη». Ο Μακεδονικός Αγώνας είχε καθαρά αμυντικό χαρακτήρα ενάντια σε δυο ξένους δυνάστες (Βούλγαροι, Τούρκοι). Τα ανταρτικά ελληνικά σώματα με την υλική και ηθική υποστήριξη των - εξουθενωμένων και τρομοκρατημένων από τους βούλγαρους - ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ιδιαίτερα των ξενόφωνων, σήκωσαν όλο το βάρος του Μακεδονικού Αγώνα. Και αυτό συμπεραίνεται και αναγνωρίζεται σήμερα τόσο από τις εκθέσεις των Άγγλων όσο και των αυστριακών διπλωματικών εκπροσώπων της Μακεδονίας.
Η ελληνική ανταρτική δράση στο Μακεδονικό Αγώνα αντιμετωπίστηκε με εχθρικότητα από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες τη χαρακτήρισαν ‘πηγή κακοδαιμονίας και αναταραχής’ και ότι τάχα δυσκολεύονται οι εφαρμογές μεταρρυθμίσεων στην οθωμανική επικράτεια και η ειρήνευση της περιοχής. Πίεσαν λοιπόν τη Πύλη να λάβει μέτρα σε όλα τα επίπεδα για την πάταξη της ελληνικής ανταρτικής δραστηριότητας στη Μακεδονία. Ανάλογα μέτρα πάρθηκαν και σε βάρος των βουλγάρικου στοιχείου, χωρίς όμως να έχουν την ίδια ένταση με εκείνα κατά του ελληνικού στοιχείου.
Όξυνση παρουσιάστηκε επίσης στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα στις σχέσεις Ελλάδας και Ρουμανίας. Εμφανίστηκαν ρουμανικά αντάρτικα σώματα (ρουμανίζοντες) στο μακεδονικό χώρο, που συνέπρατταν άτυπα με τα αντίστοιχα βουλγαρικά εναντίον των ελληνικών. Αφορμή για την επιδείνωση των ελληνορουμανικών σχέσεων είχε σταθεί η έκδοση σουλτανικού διατάγματος (Ιραδέ) το 1905, που όχι μόνο επιβεβαίωνε την αναγνώριση εθνικής υπόστασης στους ρουμανίζοντες, όπως και για τους Σέρβους στα 1903, αλλά τους επέτρεπε να τελούν την εκκλησιαστική λειτουργία στη γλώσσα τους (ρουμάνικα). Μετά από σειρά προστριβών διακόπηκαν οι ελληνορουμανικές διπλωματικές σχέσεις το 1906.
Παρά την επιτυχημένη ελληνική ανταρτική δράση στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), το «Μακεδονικό Ζήτημα» περνούσε πάλι μια ιδιαίτερη λεπτή φάση, γιατί η Νεοτουρκική επανάσταση του Ιουλίου του 1908 παρέτεινε ακόμα περισσότερο την επίλυσή του. Το τέλος της δράσης των ελληνικών σωμάτων (διαλύθηκαν) έδωσε την αφορμή για την αναζωπύρωση της βουλγαρικής δράσης (σύγχρονη επίσης ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας) και η επίσημη ελληνική πολιτική φάνηκε πολύ διαλλακτική με το νέο καθεστώς (Νεότουρκοι). Στην ελληνική διπλωματία δεν υπήρχε ομοφωνία όσον αφορά το «Μακεδονικό Ζήτημα».
![]() |
| Παναγιώτης Δαγκλής |
Πρέπει να σημειωθεί ότι το Νεοτουρκικό κίνημα υπήρξε ένα κίνημα εθνικό, ειρηνικό, αναίμακτο και αποσκοπούσε στο να θέσει τέλος στις εδαφικές επεμβάσεις των βαλκανικών κρατών στη Μακεδονία και στις μακροχρόνιες επεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι στηλίτευσαν το τυραννικό σουλτανικό καθεστώς και διατύπωσαν - κάτω από τις σύγχρονες έννοιες της ισότητας, της αδελφότητας και της ελευθερίας - την ιδέα της νέας οθωμανικής πατρίδας και ιδεώδους, κοινού για όλους τους υπηκόους, χωρίς καμιά διάκριση.
Με λίγα λόγια, αυτοί θέλησαν να αφομοιώσουν και να εκτουρκίσουν όλες τις εθνικές μειονότητες της Αυτοκρατορίας τους με ένα κατ’ επίφαση κοινοβουλευτικό σύστημα, πράγμα που το προσπάθησαν πολύ, αλλά δεν τα κατάφεραν τελικά. Ωστόσο, διαμόρφωσαν μια κατάσταση αφόρητη για τους χριστιανικούς πληθυσμούς (βουλγαρικούς, αλλά περισσότερο ελληνικούς) με αντιδραστικά νομοσχέδια, με βιαιότητες, με υποχρεωτική στράτευση των χριστιανών υπηκόων στο τουρκικό στρατό, με αποδυνάμωση των πνευματικών αρχηγών των χριστιανικών εθνοτήτων, ακόμα και με μεταφορά μουσουλμανικών οικογενειών στη Μακεδονία.
Βέβαια, υπήρξε μια προσπάθεια ελληνοβουλγαρικής συνεννόησης στα πλαίσια της Νεοτουρκικής πολιτικής, αλλά η εθνική διαπάλη ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη, που ήταν πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί μια τέτοια συνεννόηση. Είναι γεγονός ότι η βουλγαρική ανταρτική δράση πάλι άρχισε να πλεονεκτεί έναντι της αντίστοιχης ελληνικής στην περίοδο αυτή, ήταν δε ανειλικρινής και ανθελληνική, παρά την επισημοποίηση της ελληνοβουλγαρικής προσέγγισης στα 1912 με την υπογραφή του σχετικού πρωτόκολλου.
Με το τέλος των Νεότουρκων (1912), ο πόθος των Μακεδονομάχων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας παρέμενε άσβεστος, παρά τη διστακτικότητα του ανερχόμενου πολιτικά Ελευθερίου Βενιζέλου (το 1910 πρωθυπουργός), ο οποίος έδινε προτεραιότητα στο Κρητικό Κίνημα. Ο Βενιζέλος, επίσης, επιθυμώντας τις καλές ελληνορουμανικές σχέσεις, το 1912 υποσχέθηκε να εξετάσει τα ρουμανικά αιτήματα (διεκδίκηση διδασκαλίας ρουμανικής γλώσσας και μειονότητας στη τότε ελληνική επικράτεια). Ωστόσο, οι ολιγάριθμοι, αλλά δυναμικοί ρουμανίζοντες, δεν κατάφεραν να πείσουν ακόμα και την ίδια τη ρουμανική πολιτική για επίσημη ύπαρξη συγκροτημένης ρουμανικής μειονότητας στο μακεδονικό χώρο (σ.σ. δυστυχώς, αργότερα, το 1913, θα δούμε ότι ο Ε. Βενιζέλος δέχεται, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, τη λειτουργία ρουμάνικων σχολείων και εκκλησιών στην απελευθερωμένη από τους Έλληνες Μακεδονία).
![]() |
| Βακαλόπουλος Απ. Κωνσταντίνος |
[πηγή: «Το Μακεδονικό Ζήτημα» του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου (αναπαραγωγή το 2018 για την εφημερίδα ‘Τα Νέα’ της έκδοσης του ‘Παρατηρητή’ του 1993)].










Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.