Quantcast

http://picasion.com/
http://picasion.com/

O Στέλιος Σαλβαδόρ, η Βέροια και τα... Μωρά στη Φωτιά

Τα Μωρά στη φωτιά κατεβαίνουν στην Αθήνα διψασμένα για ένα επετειακό live και ο Βεροιώτης εμβληματικός frontman τους, Στέλιος Σαλβαδόρ, μιλάει στο Gazzetta Weekend Journal, θυμίζοντας σε όλους ότι θρύλος παραμένει ζωντανός. Μεσημέρι μετά το σχολείο. Το παλιό Opel kadett της επιστροφής ήταν πάντα συνδεδεμένο με μουσικό
διάλειμμα. Μια κασέτα, μάλλον γραμμένη από τον Atlantis, έπαιζε ελληνικό ροκ μέχρι να σταματήσει, να της γυρίσεις πλευρά και να αρχίσει πάλι. Από εκείνο το τραγούδι. «Μαμά, τι είναι μανιφέστο και γιατί δεν το βρίσκουμε ποτέ;».


Η απάντηση έχει χαθεί στο πέρασμα του χρόνου, όχι όμως και το Μανιφέστο. Όχι και τα Μωρά στη Φωτιά. Η μπάντα του Στέλιου «Σαλβαδόρ» Παπαϊωάννου ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια να γράφει φλεγόμενη μουσική και στίχους με έναν τρόπο διαφορετικό. Σημείο αναφοράς για το ελληνικό ροκ, τα τραγούδια του πρώτου δίσκου παραμένουν και σήμερα όχι μόνο εξαιρετικά δημοφιλή, αλλά και επίκαιρα. Και ο Σαλβαδόρ, με την ιδιαίτερη φωνή και τα λόγια που μπορούσαν να μετατραπούν μεμιάς από ειρωνεία σε κραυγή, συνεχίζει να πορεύεται με όχημα την μουσική και τους στίχους, συνεχίζοντας το θρύλο της μπάντας. Φέρνοντας τα Μωρά στη Φωτιά στα 30α τους γενέθλια να ετοιμάζουν νέο άλμπουμ, να πειραματίζονται μουσικά και να προβάρουν την επιστροφή τους σε πιο hard ήχο.

Οι λύκοι γλίτωσαν από το κυνήγι, κατεβαίνουν στο Piraeus 117 Academy για να γιορτάσουν με το πιστό τους κοινό τα 30 χρόνια στο ροκ και ο Στέλιος Σαλβαδόρ εξηγεί στο Gazzetta Weekend Journal γιατί όσο κι αν πιστεύουν κάποιοι ότι θα πάψει να υπάρχει, θα είναι πάντα εδώ.

Πως ήταν να ροκάρεις το 1985 στη Βέροια; Τι υποστήριξη είχατε τότε;

«Στη Βέροια όπου μεγάλωσα, υπήρχε την εποχή εκείνη μια Rock PUB που είχε γίνει το στέκι μας, με μουσική όλα τα κλασσικά ακούσματα: Rory Gallagher, Wisbone Ash, Doors, Ten Years After, Pink Floyd, Santana κλπ. Eκει μεγαλώσαμε στην κυριολεξία, στη θρυλική PUB HOUSE λοιπόν, που βέβαια έχει κλείσει εδώ και χρόνια, οι φίλοι όμως που μαζεύονταν εκεί για πολλά χρόνια ,έχουν φτιάξει κι ένα σύλλογο φίλων της PUB και μάλιστα σε κάποιες γιορτές του συλλόγου, 25 χρόνια μετά τις νεανικές μας συναντήσεις, μας διοργάνωσαν και για δυο φορές μάλιστα ωραίες συναυλίες».

Τι μαγεία είχε η Θεσσαλονίκη και ευνόησε την έκρηξη του ρόκ;

«Εμείς τη Θεσσαλονίκη τη γνωρίσαμε από την πλευρά των ανεξερεύνητων ακόμη Λαδάδικων ,όπου κάναμε πρόβες. Ανάμεσα σε Υφαντουργεία, Εργαστήρια Υποδημάτων και μαγαζιά κάθε είδους, στη γνωστή γειτονιά των προβάδικων. Φίλοι και φίλες στις Φοιτητικές Εστίες, συναυλίες μέσα στα Πανεπιστήμια, καμιά φορά κασέτες μουσικής από τη Φοιτητική Λέσχη. Η ομορφιά της πόλης, ομορφιά πάντως. Και για εμάς που ερχόμασταν από επαρχία, ακόμη πιο έντονη ομορφιά. Η Θεσσαλονίκη, μια Πανεπιστημιούπολη με έντονο το στοιχείο της νεολαίας».

O Στέλιος Σαλβαδόρ του 2017 πόσο και πως έχει αλλάξει σε σχέση με εκείνον του 1987 μουσικά και στιχουργικά; Συνεχίζεις να ψάχνεις για κάτι που δεν βρίσκεται ποτέ;

«Η δημιουργία είναι λίγο όπως το λες, πρέπει να έχει αυτό το στοιχείο του ανικανοποίητου. Πάντα σ΄ένα δίσκο προσπαθώ να μην κάνω τα «λάθη» που έκανα στον προηγούμενο. Όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος το 1987 εμείς «κλαίγαμε» και δεν κάνω χιούμορ όταν το λέω αυτό. Λίγο ο ήχος της "μπότας" του ντράμερ, λίγο ο ήχος του snare, δεν ήμασταν ικανοποιημένοι. Κι όμως, είναι ένας δίσκος που μετά από πάρα πολλά χρόνια κάποιοι βρίσκουν πολύ σημαντικά στοιχεία ακόμη και στην παραγωγή».

Brian Eno στο όνομα, Brian Eno στη διασκευάρα του Third Uncle .Ήταν η μεγαλύτερη επιρροή σου;


«Μας άρεσε πολύ ένα συγκεκριμένο project του Brian Eno, o δίσκος «801 Live». Ένας δίσκος ζωντανά ηχογραφημένος, μ' ένα πρωτοποριακό και ιδιαίτερο line up μουσικών.Τι να πει κανείς γι αυτόν το διανοούμενο της σύγχρονης μουσικής».

Είχες δηλώσει παλιότερα οτι εισέπραξες την επιτυχία του πρώτου δίσκου περισσότερο ως τιμωρία παρά ως επιβράβευση.Γιατί; Τι ήταν εκείνο που σου στέρησε την ευκαιρία της ηχογράφησης του δεύτερου δίσκου και γιατί πέρασε τόσος καιρός μέχρι τους «Θεατρίνους»; 

«Την εποχή εκείνη όλα τα γκρουπ έγραφαν σε αγγλικό στίχο. Ο πειραματικός τρόπος με τον οποίο χειριστήκαμε το πρώτο μας υλικό, «ξένισε» αρκετούς και το πρώτο κύμα αντιδράσεων δεν ήταν πολύ θετικό. Δεν εισπράτταμε θετική ενέργεια για το εγχείρημά μας, κυρίως από τους ανθρώπους του χώρου μας.Όσο για το δεύτερο δίσκο και τα τραγούδια του, γράφτηκαν από μένα πολύ νωρίς, αμέσως μετά την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου. Ιανουάριο-Φεβρουάριο του ΄88 και περιελάμβανε τραγούδια όπως Αδρεναλίνη, Σαλονίκη, Άνθρωπο Ελέφαντα, Φωλιά του Κούκου, Γυναίκα, Βαβυλωνία και άλλα πολλά. Αλλά εγώ έψαχνα εταιρεία να φιλοξενήσει το νέο μας υλικό.Οι πρώτες προτάσεις που μας έγιναν δεν ήταν και πολύ καλές.

Εν τω μεταξύ επειδή προέρχομαι από αγροτική οικογένεια, έπρεπε με κάποιο τρόπο να βγάλω τα προς το ζειν, ειδικά τότε που για έναν πρωτοεμφανιζόμενο και μάλιστα με ροκ ύφος δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Έτσι εργαζόμουν καθημερινά, ενώ παράλληλα έκανα πρόβες ,συνεργασίες με μουσικούς, έγραφα καινούργια τραγούδια και σποραδικά έκανα και συναυλίες. Δεν το άφησα ποτέ. Πολύ νωρίς κάποια τραγούδια μου από το δεύτερο δίσκο, ακυκλοφόρητα ακόμη τότε από εμένα, «δόθηκαν» σε κάποια εταιρεία δίσκων ,από κάποιον άλλο, επειδή εγώ αρνιόμουν να τα δώσω, λόγω του ότι η εταιρεία αυτή δεν είχε ξεκαθαρίσει τίποτε από τις αμοιβές για τα δικαιώματα του πρώτου δίσκου.

Το γκρουπ είχε ήδη αρχίσει να έχει επιτυχία από μόνο του, μόνο μέσα από τα τραγούδια, χωρίς καμιά προώθηση και αυτή η επιτυχία δεν εισπράχθηκε.Εγώ απλά φορούσα φόρμα εργασίας κι άκουγα θαυμαστές να μιλάνε για μένα με θαυμασμό στο χώρο εργασίας μου, προσπερνώντας με χωρίς να με αναγνωρίζουν και όσο περνούσε ο καιρός τα πράγματα για μένα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα, στην προσπάθειά μου να αποκαταστήσω κάποιες αλήθειες. Γιατί το περιβάλλον ήταν εχθρικό, επειδή δεν τους συνέφερε να ειπωθεί η αλήθεια. Ήταν μια παρατεταμένα βασανιστική περίοδος, όπου έπρεπε να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας και με κρατούσαν οι απλοί φίλοι ακροατές.

«Ακόμη και πριν λίγα χρόνια, ακόμη και σήμερα, δεν ξέρω αν και σήμερα ισχυρίζονται κάποιοι συνάδελφοί μου τραγουδιστές ότι δεν τραγουδάω εγώ στον πρώτο δίσκο αλλά κάποιος άλλος. Εντάξει η show biz υποτίθεται ότι έχει άμεση σχέση με την εικονική πραγματικότητα, αλλά στο χώρο στον οποίο δραστηριοποιήθηκα και ο λόγος ο οποίος δραστηριοποιήθηκα, ήταν πως ο ροκ χώρος θα είχε περισσότερη ντομπροσύνη. Κάποιοι δεν θέλουν να πιστέψουν ότι υπάρχω. Με το να μη λένε το όνομά μου, έχουν την ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχω κιόλας».

Ήσασταν από τις πρώτες μπάντες που βάλατε τόσο δυνατό κοινωνικοπολιτικό στίχο. Συνεχίζεις να το θεωρείς βασικό στοιχείο των Μωρών;

«Εγώ θεωρώ ότι οποιοσδήποτε στίχος γράφεται, έχει κοινωνικοπολιτική χροιά. Γιατί έχει αντίκτυπο στην κοινωνία. Είτε θετικό, είτε αρνητικό. Από το νανούρισμα μέχρι και το ερωτικό τραγούδι, όλοι οι στίχοι είναι κοινωνικοπολιτικοί. Από την άποψη ότι όλοι έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία».

Σε κάθε συναυλία , στην Αθήνα τουλάχιστον, νομίζω πως υπάρχει ένα πολύ ξεχωριστό κλίμα, μια οικογενειακή, ας το πούμε, ατμόσφαιρα. Είναι κάτι που το εισπράττετε εσείς; Πού πιστεύεις ότι οφείλεται;

«Eτσι νιώθουμε εμείς κι αυτή είναι η σχέση που έχουμε με το κοινό μας, το οποίο είναι θαυμάσιο κοινό, μας στηρίζει όσο κανείς όλα αυτά τα χρόνια. Το κοινό μας, ήρθε μόνο του σε μας, άμεσα, χωρίς μεσολάβηση εταιριών, διαφημίσεων, μας ανακάλυψε μόνο του. Έρχεται με την καρδιά του σ΄ένα ανεξάρτητο γκρουπ, που αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε όλοι μας. Υπάρχει μια αμφίδρομη συμπάθεια και μια ταύτιση».

Πώς είναι να βλέπεις στα λάιβ ότι κάποια πρόσωπα μπορούν να συνεχίζουν να έρχονται παρότι έχουν περάσει δεκαετίες;

«Όπως σου είπα και παραπάνω η μεγαλύτερη μου χαρά όλα αυτά τα χρόνια είναι το αγαπημένο μας κοινό που γι αυτό δεν είμαστε μια μόδα που έρχεται και παρέρχεται, αλλά είναι μια σχέση αγάπης».

Το περσινό λάιβ στην Αθήνα ήταν λίγο διαφορετικό, πιο funky/ska. Προοιωνίζει το στιλ που θα κινείστε από δω και στο εξής; 


«Αυτή τη στιγμή στο γκρουπ έχουμε δυο κιθάρες, πνευστά εδώ και πολλά χρόνια. Κι όντως υπήρχαν κάποια ska/funky έως blues στοιχεία στο τελευταίο μας Maxi single Σκιές στη Σελήνη, αλλά ο καινούργιος δίσκος θα είναι σε πιο hard ήχο».


Τι να περιμένουμε από τον καινούργιο δίσκο και από το live στο Piraeus Academy;

«Ο καινούργιος δίσκος περιλαμβάνει έντεκα τραγούδια , θα έχει και κάποιες στιχουργικές εκπλήξεις που δεν είναι η στιγμή να τις αποκαλύψω.Είναι έτοιμος εδώ και αρκετό καιρό, αλλά δεν κυκλοφορεί, γιατί όπως ξέρεις όλοι μου οι δίσκοι κυκλοφορούν από δικό μου label και είναι αρκετά δύσκολο ειδικά στις εποχές που ζούμε. Όμως είναι πολύ κοντά στην κυκλοφορία πλέον».

Πώς έχει διαμορφωθεί το παιχνίδι της ζωής 30 χρόνια μετά το τραγούδι σας; Παραμένουν «όλοι εναντίον όλων»;

«Πρέπει για να σου απαντήσω, να συμπληρώσω το στίχο, το νόημα του οποίου δεν ολοκληρώνεται μόνο μ αυτές τις τρεις λέξεις: ”Ολοι εναντίον Όλων".Ο στίχος λοιπόν λέει: "Όλοι εναντίον όλων, στο παιχνίδι της ζωής, μαζί". Θα δανειστώ μια φράση από ένα βιβλίο του IRVIN YALOM, που διάβασα πολλά χρόνια μετά τη δημιουργία του τραγουδιού μου, αλλά πλησιάζει πολύ στο νόημα αυτού του τραγουδιού και η φράση είναι: "Ένας αρκετά ακριβής ορισμός της ζωής θα ήταν: είμαστε μόνοι, μαζί". Το τραγούδι αναφέρεται στον άνθρωπο σαν "έννοια", η σύγκρουση της ατομικότητας με τη συλλογικότητα. Όταν ένας άνθρωπος συναντιέται μ' έναν άλλο άνθρωπο, υποχωρούν "τα "θέλω" και ξεκινάει ο "συμβιβασμός", μέσα από τη σύγκρουση των δυνάμεων των προσωπικοτήτων και των θέλω. Αλλά για την επιβίωση είναι απαραίτητη η "συμφιλίωση"».

Ακούγονται συχνά αντιφασιστικά συνθήματα στις συναυλίες σας.Σε ανησυχεί το ότι όλο και περισσότερο κόσμος αρχίζει να συνηθίζει την εικόνα του κτήνους;

«Αυτή η εικόνα που λες, "του κτήνους" δεν συνηθίζεται ποτέ. Ούτε υπάρχει δικαιολογία για να υιοθετήσει κανείς τέτοιες αντιλήψεις.Είναι αυτοκαταστροφικές αντιλήψεις.Το έχουμε δει και ιστορικά.Δεν μπορούν οι κοινωνίες να επιβιώσουν με το φόβο του ξένου, του άλλου, του διαφορετικού. Είναι δείγμα αδυναμίας τέτοιων κοινωνιών». 

Ως ένας από τους πιο μπαρουτοκαπνισμένους ανθρώπους του ελληνικού ροκ, πως βλέπεις την πορεία του μέσα στα χρόνια; Σήμερα, παρότι οι καιροί το απαιτούν, δεν υπάρχουν οι εκρήξεις του παρελθόντος;

«To παρελθόν ήταν πολύ πιο ύπουλα κλειστοφοβικό απ ό,τι το παρόν, παρόλη την κρίση και παρόλες τις οικονομικές δυσκολίες. Εγώ δεν ήμουνα ποτέ καλύτερα π.χ. στα οικονομικά. Αντιμετωπίζω διαχρονικά μια δυσκολία στα οικονομικά. Αλλά παντού, παλιά υπήρχε το παλιό καθεστώς. Στις αντιλήψεις των παλιών ανθρώπων, τις οποίες έχουμε πια αποτινάξει. Τώρα είναι κυρίως οικονομικά τα ζητούμενα. Τότε ήταν περισσότερο κοινωνικά. Η θέση της γυναίκας, η ελευθερία στον σεξουαλικό προσανατολισμό, στον τρόπο ντυσίματος.Υπήρχε μεγαλύτερη κοινωνική καταπίεση και άρα μεγαλύτερη τάση για έκρηξη. Ακόμη και μέσα απο το σπίτι σου. Είχαν περάσει αυτές οι συντηρητικές απόψεις και μέσα στην οικογένεια».

Το ίντερνετ , η τεχνολογία, οι μάνατζερς... θεωρείς ότι είναι λίγο καλομαθημένες οι σύγχρονες μπάντες; Με την έννοια ότι τότε εσείς τα κάνατε όλα που αφορούσαν μια συναυλία ή ένα δίσκο.

«Υπήρχαν διαφορετικές δυσκολίες τότε, και διαφορετικές δυσκολίες τώρα. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να ξεχωρίσεις τώρα με όλη αυτή την πληθώρα μουσικής. Ίσως τώρα να είναι και πιο δύσκολο.Τα like στο facebook δεν αντιστοιχούν σε αντίστοιχη επιτυχία στην πραγματικότητα».

Σου αρέσει να σπας τα παραδοσιακά καλούπια και να πειραματίζεσαι;

«Nαι, βέβαια και μάλιστα αυτή την περίοδο έχουμε τελειώσει ένα τελείως πειραματικό project το οποίο δουλεύω καιρό, στο οποίο έχουμε διασκευάσει 25 περίπου τραγούδια του γκρουπ σε unplugged έκδοση, με jazz προεκτάσεις. Ετσι βρίσκεις στοιχεία blues, 70’s funk , swing , full acoustic guitar, latin και bossa nova, έως afro beat και reggae και jazz-blues και για πρώτη φορά θα παρουσιάσουμε αυτά τα κομμάτια (μαζί με το κανονικό μας ηλεκτρικό σετ) ,στο αθηναϊκό κοινό, το Σάββατο 25 Νοεμβρίου στο Pireus 117 Academy, αλλά και την Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου στο Stage στη Λάρισα και το Σάββατο 23 Δεκεμβρίου στο Old Park Project στην Πτολεμαϊδα».

Αν θα άλλαζες κάτι από όλη την πορεία των Μωρών τι θα ήταν αυτό;

«Τίποτα».

Ποδόσφαιρο ή μπάσκετ παρακολουθείς; Τι ομάδα είσαι;

«Μέχρι το 2004 παρακολουθούσα πολύ αποστασιοποιημένα τα παγκόσμια πρωταθλήματα (γέλια). Από το 2008 και μετά, δεν ξέρω για ποιο λόγο, όποτε αντιληφθώ έναν ενδιαφέροντα αγώνα, κάθομαι και παρακολουθώ. Γενικά όμως οι ασχολίες μου δε μου επέτρεψαν πραγματικά να γίνω ποτέ ποδοσφαιρόφιλος. Το ίδιο ισχύει και για το μπάσκετ. Δεν είμαι απ΄ τα παιδιά που ο πατέρας τους τα πήγαινε στο γήπεδο. Εχω πάει στο γήπεδο συνολικά τρεις φορές και οι δύο από αυτές ήταν στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Στη γειτονιά του οποίου έμενα για πολλά χρόνια».

Πώς προέκυψε το Live στη Ριζούπολη στο γήπεδο του Απόλλωνα Σμύρνης αρχές Οκτωβρίου; Και πώς αυτό της Θύρας 13 στο γήπεδο Αλεξάνδρας στα 50 χρόνια του Παναθηναϊκού πέρυσι; Τι γνώμη έχεις για τους οπαδούς;

«Θεωρώ πάρα πολύ τιμητικές και τις δυο προσκλήσεις και από τις δύο ομάδες. Η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο είναι μια διέξοδος για πολλούς φιλάθλους. Πέρα από τους φανατικούς οπαδούς, έχω συζητήσει με πολλούς απλούς φιλάθλους διαφόρων ομάδων. Οι άνθρωποι συνδέουν παιδικές τους μνήμες, είναι μια μορφή διασκέδασης και για τους περισσότερους δεν είναι κάτι παραπάνω απ αυτό.Είναι μια αγνή αγάπη για το άθλημα και ευτυχώς ή δυστυχώς στον αθλητισμό ,τουλάχιστον όταν όλα πηγαίνουν καλά, «ο καλύτερος κερδίζει» κάτι που δε συμβαίνει στην πραγματική ζωή».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ