Quantcast

http://picasion.com/

Αρθρογράφησε στην «Αυγή» η Αντωνία Χαρίση

Ένα πολύ όμορφο άρθρο δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αυγή» η Αντωνία Χαρίση. Η έμπειρη πολιτικός από την Ημαθία, αρθρογράφησε για την Παιδόπολη «Καλή Παναγιά», η οποία λειτούργησε στις πλαγιές του Βερμίου από το 1950 έως και το 1986, στο χώρο όπου βρίσκεται το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Δοβρά. Διαβάστε αναλυτικά: «Το Μάρτιο του 1948 ο
ελληνικός εμφύλιος πόλεμος που βρίσκονταν στην πιο κρίσιμη καμπή του, απόκτησε νέους πρωταγωνιστές, τα παιδιά, που ενεπλάκησαν σε αυτόν από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις με σκοπό την προστασία και τη σωτηρία τους. Ο «πόλεμος των παιδιών», υπήρξε ένα από τα οξύτερα πεδία της αντιπαράθεσης που τροφοδότησε τα προπαγανδιστικά επιτελεία των αντιμαχόμενων πλευρών.
Ο αρνητικά φορτισμένος όρος «παιδομάζωμα» που χρησιμοποιήθηκε το 1948, από τη δεξιά ρητορική, εξυπηρέτησε ιδεολογικές και άλλες σκοπιμότητες, καθώς η μετακίνηση των παιδιών αποτέλεσε μέρος της πολιτικής και στρατιωτικής αντιπαράθεσης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, καθώς ο εμφύλιος πόλεμος δεν κρίθηκε μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στην προσπάθεια προσεταιρισμού της ελληνικής κοινωνίας. Στις 27 Φεβρουαρίου 1948, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αγωγή στην «Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια», με την οποία κατήγγελλε ότι Ελληνόπουλα μετακινούνταν με τη βία από τους αντάρτες πέρα από τα σύνορα, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και κρατούνταν σε αυτές. Σύμφωνα με την αγωγή, στόχος τους ήταν να τρομοκρατήσουν τις ελληνικές οικογένειες για να τους βοηθήσουν, να εκπαιδεύσουν τα παιδιά με βάση την κομμουνιστική ιδεολογία, να καταστρέψουν την ελληνική φυλή αποξενώνοντας τα Ελληνόπουλα, να αποδιοργανώσουν τη γεωργική παραγωγή, εξαναγκάζοντας τις οικογένειες να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο κατευθυνόμενες προς τις πόλεις για να σώσουν τα παιδιά τους. Στο τέλος επισημαίνονταν ότι το σχέδιο και η εκτέλεσή του συνιστούσαν το «έγκλημα της γενοκτονίας». Για την αριστερά, οι λόγοι που επέβαλαν την μεταφορά των παιδιών στις λαϊκές δημοκρατίες ήταν διαφορετικοί, καθώς υπήρχε ζήτημα προστασίας των παιδιών των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ και των πολιτικών στελεχών του ΚΚΕ. Επιπλέον, η ερήμωση της υπαίθρου και τα επισιτιστικά προβλήματα έκαναν τα παιδιά να υποφέρουν από την πείνα και τις στερήσεις, ενώ ήταν δύσκολη η παροχή ειδικής περίθαλψης και φροντίδας που είχε ανάγκη η ηλικία τους. Η γενίκευση επίσης των βομβαρδισμών του εθνικού στρατού απειλούσε τη ζωή τους στις εκτεθειμένες στον εμφύλιο περιοχές μαζί με τη διαταγή της βασίλισσας Φρειδερίκης να μετακινηθούν προς τις Παιδοπόλεις. 

Στις 6 Μαρτίου 1948, αποφασίστηκε η συγκέντρωση των απειλουμένων Ελληνοπαίδων και η άμεση μεταφορά τους από τις επικίνδυνες περιοχές στις παιδοπόλεις, που λειτούργησαν σε διάφορες πόλεις της χώρας. Η δημιουργία τους παρουσιάστηκε ως σημαντικό επίτευγμα από μερίδα του τύπου της εποχής, που χαρακτήριζε τη Φρειδερίκη ως «Μεγάλη Μάννα» των παιδιών. Στο διάστημα 1947-1950 λειτούργησαν 52 παιδοπόλεις σε όλη την ελληνική επικράτεια που φιλοξένησαν 25.000 παιδιά. Από το 1947 έως το 1964, σύμφωνα με τον απολογισμό της «Βασιλικής Πρόνοιας», αποφοίτησαν από τις παιδοπόλεις 33.989 παιδιά. Το «Βασιλικό Ίδρυμα Προνοίας», που είχε ιδρυθεί από τον Ιούλιο του 1947 για την περίθαλψη των προσφύγων, την προστασία των παιδιών των «Βορείων Επαρχιών» και την αποτροπή της μεταφοράς τους πέρα από τα σύνορα, στήριξε οικονομικά κι όχι μόνο, την όλη προσπάθεια. Η ζωή των παιδιών στα «στρατόπεδα της Φρίκης», όπως τις αποκαλούσε ο παράνομος Τύπος, δε διέφερε πολύ από τη διαβίωση στις φυλακές, με έντονη την αίσθηση του διαχωρισμού τους από τον κόσμο. Οι παιδοπόλεις διοικούνταν με αυστηρούς κανονισμούς, ενώ οι υπεύθυνοι, πολλές φορές στρατιωτικοί στο επάγγελμα, και οι δάσκαλοι ήταν σκληροί ή αδιάφοροι. Στα παιδιά επιβάλλονταν σκληρές σωματικές τιμωρίες, τα γράμματα λογοκρίνονταν και οι εκπαιδευτικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Η ζοφερή αυτή κατάσταση όμως δεν αποτέλεσε τον κανόνα και οι όροι ζωής συνήθως διαμορφώνονταν από το προσωπικό που στελέχωνε κάθε παιδόπολη. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για παιδοπόλεις, ανάμεσα σε αυτές και της «Καλής Παναγιάς», στη Βέροια, οι οποίες δε θύμιζαν «στρατόπεδα συγκέντρωσης» και τα παιδιά είχαν αναπτύξει άριστες σχέσεις με τους υπαλλήλους και τον τοπικό πληθυσμό. 

Η Παιδόπολη «Καλή Παναγιά» λειτούργησε στις πλαγιές του Βερμίου από το 1950 έως και το 1986, στο χώρο όπου βρίσκεται το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Δοβρά. Το 1947 στην έκταση της πρώην μονής χτίστηκε κτιριακό συγκρότημα που προορίζονταν για πρεβαντόριο από το Διεθνές Κομιτάτο του Ερυθρού Σταυρού σε συνεργασία με την Αποστολή της Ελβετικής Δωρεάς, για την περίθαλψη των ορφανών και άπορων Ελληνόπουλων των κατεστραμμένων χωριών. Το 1948 στο χώρο οργανώθηκε και λειτούργησε μία από τις παιδοπόλεις, η οποία φιλοξένησε αγόρια από διάφορα μέρη της Ελλάδας, κυρίως ορφανά του εμφυλίου πολέμου, στα πλαίσια του βασιλικού «παιδοφυλάγματος». Η παιδόπολη περιλάμβανε δύο κτιριακά συγκροτήματα στα οποία διαβιούσαν 400 περίπου παιδιά ηλικίας 5 έως 17 ετών. Τα κτήρια ήταν κατασκηνωτικού τύπου, κατασκευασμένα τα περισσότερα από ξύλο με πολλά παράθυρα και κεραμιδένιες στέγες. Κάθε συγκρότημα διέθετε ένα ειδικό κτήριο-βιβλιοθήκη στο οποίο υπήρχαν πολλά βιβλία για την μελέτη και την ψυχαγωγία των παιδιών. Οι θάλαμοι των παιδιών χωρίζονταν μεταξύ τους με ξύλινη κατασκευή η οποία δεν έφτανε ως το ταβάνι και σε καθέναν από αυτούς βρίσκονταν διπλά σιδερένια κρεβάτια, όπως ακριβώς στους στρατώνες.

Στην παιδόπολη υπήρχε ιατρείο για τις πρώτες βοήθειες και αναρρωτήριο, όπου ο γιατρός και οι νοσοκόμες φρόντιζαν για κάθε ασθένεια ή χτύπημα των παιδιών και διάφορα εργαστήρια. Το πρόγραμμα ήταν κατασκηνωτικού τύπου κι όχι στρατιωτικού κι όλες οι βασικές λειτουργίες γινόταν με τον ήχο σάλπιγγας. Τις καθημερινές το πρόγραμμα ξεκινούσε με εγερτήριο νωρίς το πρωί, στρώσιμο των κρεβατιών, πλύσιμο στις βρύσες, ντύσιμο, επιθεώρηση, έπαρση σημαίας, πρωινό ρόφημα, σχολείο, δεκατιανό, κ.λπ. Στο πρόγραμμα υπήρχαν οι τιμωρίες, πολλές φορές σωματικές, και οι αγγαρείες, που χρησιμοποιήθηκαν, με βάση και τις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής, ως μέσο διαπαιδαγώγησης των παιδιών.

Το Σάββατο, μετά το σχολείο γίνονταν γενική καθαριότητα, μπάνιο στα ομαδικά λουτρά και ξεκούραση. Τις Κυριακές τα παιδιά εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Μονής Δοβρά κι έπειτα ψυχαγωγούνταν στις λέσχες-αναγνωστήρια με βιβλία και επιτραπέζια παιχνίδια ή με εξωτερικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο, όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν.

Το προσωπικό της παιδόπολης ήταν διοικητικό και βοηθητικό με επικεφαλής τον Διευθυντή. Στη διοικητική πυραμίδα ακολουθούσε η Αρχηγός, η υπαρχηγός και οι ομαδάρχες/ισσες, που ήταν έμμισθοι υπάλληλοι του Υπουργείου Πρόνοιας. Αν και κανείς από αυτούς δεν είχε εκπαιδευθεί για ένα τόσο σοβαρό έργο, όπως ήταν η διαχείριση και διαπαιδαγώγηση των παιδιών- θυμάτων του εμφυλίου πολέμου, σύμφωνα με μαρτυρίες των παιδιών, διακατέχονταν από συναισθήματα αγάπης προς αυτά.

Την παιδόπολη επισκέπτονταν οι βασιλείς στις περιοδείες τους για να μοιράσουν δώρα στα παιδιά και να δεχτούν τις ευχαριστίες τους. Η παιδόπολη ήταν τόπος ενδιαφέροντος και για την τοπική κοινωνία, κυρίως στις γιορτές, που τελούνταν με μεγάλη επισημότητα λόγω και της συμμετοχής πολλών προσωπικοτήτων της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Βέροιας, που φρόντιζαν να παραβρίσκονται σε αυτές, άλλοτε από πραγματικό ενδιαφέρον και φιλανθρωπία και άλλοτε πάλι για χάρη της δημοσιότητας. Οι γονείς, κυρίως οι μάνες, επισκέπτονταν την παιδόπολη σπάνια, αφού τα περισσότερα παιδιά ήταν ορφανά, τουλάχιστον από έναν γονιό. Η φτώχεια, η εξαθλίωση των οικογενειών, ο πόλεμος και οι αποστάσεις ήταν απαγορευτικές για τη μετακίνηση.

Το Δημοτικό Σχολείο «Καλής Παναγιάς» λειτούργησε από το 1950 έως το 1983. Ο διορισμός των δασκάλων, η χρηματοδότηση της Σχολικής Εφορείας, το ωράριο και το πρόγραμμα λειτουργίας του καθορίζονταν από το Υπουργείο Παιδείας στο οποίο ανήκε.

Το κτήριο του σχολείου, ένα από τα μεγαλύτερα του κτηριακού συγκροτήματος, βρίσκονταν στο χαμηλότερο σημείο της παιδόπολης, στην άκρη ενός πολύ μεγάλου γηπέδου που χρησίμευε για αυλή του. Ήταν εξαθέσιο με μεγάλο αριθμό μαθητών, αφού σε κάθε τάξη αναλογούσαν περισσότεροι από 50 μαθητές. Το πρόγραμμα ξεκινούσε με πρωινή προσευχή και τα μαθήματα διεξάγονταν μόνο τις πρωινές ώρες. Στη διάρκεια του πρώτου διαλείμματος τα παιδιά έπαιρναν το δεκατιανό φαγητό τους με την φροντίδα των ομαδαρχών/σσών, που είχαν αναλάβει και την απογευματινή τους μελέτη που γίνονταν πάλι στο χώρο του σχολείου.

Τα μαθήματα και τα βιβλία ήταν τα ίδια με των άλλων σχολείων, το ίδιο και οι εκδηλώσεις στις εθνικές επετείους και τις θρησκευτικές εορτές. Οι μαθητές του έπαιρναν μέρος στις εθνικές παρελάσεις στη Βέροια, όπου «τιμής ένεκεν» είχαν το προβάδισμα έναντι των άλλων σχολείων. Στο πρόγραμμα υπήρχαν πολλές εκπαιδευτικές επισκέψεις εκτός παιδοπόλεως με σκοπό την κοινωνικοποίηση των παιδιών και τον επαγγελματικό προσανατολισμό τους.

Όσοι έπαιρναν απολυτήριο έδιναν εισιτήριες εξετάσεις στη Βέροια μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές για την εισαγωγή τους στο γυμνάσιο. Αν πετύχαιναν μεταφέρονταν στην Παιδόπολη «Αγ. Δημήτριος» Ωραιοκάστρου για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο, αλλιώς στην Παιδόπολη του «Άγιου Ανδρέα» για να μάθουν μια τέχνη ή επέστρεφαν στα σπίτια τους.

Οι μαθητές της παιδόπολης τις δυο πρώτες δεκαετίες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό που τους ένωνε μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα τους ξεχώριζε απ’ τους υπόλοιπους μαθητές: ήταν παιδιά του Εμφυλίου, πρωταγωνιστές μίας βαριάς ιστορίας που είχαν ζήσει τον πόλεμο και την καταστροφή και οι περισσότεροι από αυτούς, είχαν βιώσει τον θάνατο των γονιών τους.

Τα μετέπειτα χρόνια, όταν η λειτουργία των παιδοπόλεων ατόνησε, ήταν παιδιά με σοβαρά οικογενειακά προβλήματα και γενικότερα κοινωνικά. Η ομοιομορφία στο ντύσιμο, οι κοινές συνήθειες, η κοινοβιακή διαβίωση, η αυστηρή πειθαρχία σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό τους, χωροθετικό και κοινωνικό, που οριοθετούσε και τις σχέσεις τους σε ένα αυστηρά περιορισμένο χώρο με έναν αυστηρά περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, καθόρισαν σημαντικά και τη σχέση τους με το σχολείο και κύρια με τους δασκάλους τους, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις κλήθηκαν να αναπληρώσουν την έλλειψη της οικογένειας και κύρια των γονέων. Η αγάπη και ο σεβασμός προς αυτούς, σε πολλές περιπτώσεις, έγινε το κίνητρο για να αναδείξουν τις ικανότητές τους. Η απόδοσή τους στο σχολείο συνδέθηκε εν πολλοίς με τη μετέπειτα ζωή τους και καθόρισε την οικογενειακή και επαγγελματική τους εξέλιξη.

Η συμβίωση και η φοίτηση στο σχολείο είχε θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Στα θετικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι εξασφάλισαν την επιβίωσή τους, που ήταν επισφαλής στις πολεμικές συνθήκες της εποχής και τις συνέπειές τους, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη, διαπαιδαγώγηση και μόρφωσή τους που υπήρξε ένα πολύτιμο εφόδιο στη ζωή τους, ενώ ταυτόχρονα οι σχέσεις που ανέπτυξαν μεταξύ τους δεν επηρεάστηκαν από τα μίση και τις συνέπειες του εμφυλίου. Στα αρνητικά συγκαταλέγονται η απομάκρυνσή τους από την οικογενειακή εστία, όποια κι αν ήταν αυτή, η έλλειψη της οικογενειακής θαλπωρής και της μητρικής ή πατρικής στοργής και η προσπάθεια να γαλουχηθούν με βάση αρχές και αξίες που σε πολλές περιπτώσεις ήταν αντίθετες με τις αρχές και τις αξίες της οικογένειας καθενός.

Οι παιδοπόλεις είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που προκαλεί ακόμη και σήμερα μεγάλες διαμάχες, τόσο για τη σκοπιμότητα της ίδρυσής τους και τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, όσο και για τη μετέπειτα τύχη των παιδιών που φιλοξένησαν ή για άλλους κατακράτησαν. Οι μαρτυρίες των ίδιων των παιδιών, δείχνουν να επηρεάζονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από τις προσωπικές πεποιθήσεις τους. Έτσι, ενώ για άλλους ήταν καταφύγια από τη φρίκη του πολέμου, όπου προσέφυγαν οικειοθελώς, για άλλους ήταν κέντρα φιλοβασιλικής προπαγάνδας και πλύσης εγκεφάλου.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

* Ελένη Παπαγεωργίου, «Το παιδομάζωμα κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο», διδ. διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 2008.

* Lars Baerentzen, «Το ‘παιδομάζωμα’’ και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας», Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, Επιμέλεια: Lars Baerentzen, Γιάννης Ο. Ιατρίδης, Ole L. Smith, Αθήνα 1992.

* Βασίλισσα Φρειδερίκη, Μέτρον Κατανοήσεως, Θ. Καρζής (μτφρ), Αθήνα 1971.

* Δαλιάνη, Μ. & Mazower, Μ. (2003). «Παιδιά στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου: οι ενήλικες του σήμερα», στο: Mazower, M. (επιμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943 - 1960, Αλεξάνδρεια 2003, σ. 105-119.

* Γ. Ατζακάς, «Θολός Βυθός», εκδ. Άγρα 2008.

* «Παιδοπολίτικα», http://www.stcloris.gr

* Αρχείο Δημοτικού Σχολείου Παιδόπολης «Καλή Παναγιά».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ