Το έθιμο Γκαλεάτα = Galeata, που διασώζει πανάρχαιους συμβολισμούς, είναι το πρώτο που γινόταν την καλοκαιρινή περίοδο, 23-24 Ιούνη, του Αγιαννιού, όταν πια οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι είχαν αφήσει τα χειμαδιά και όλα τα κοπάδια είχαν ανεβεί στα βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν. Στη Galeata συνδυάζονται στοιχεία από δυο άλλα έθιμα, τον πανάρχαιο Κλήδονα και την Περπερούνα, που επίσης ήταν πολύ συχνό στους Βλάχους, ιδιαίτερα σε περιόδους ανομβρίας. Έτσι, το έθιμο Galeata από τη μια συνδέεται, για τις κοπέλες, με την πρόβλεψη της τύχης, το ριζικό τους, ενώ από την άλλη οι μιμητικές κινήσεις και τα δρώμενα μαγικού χαρακτήρα στοχεύουν στην πρόκληση της ευεργετικής βροχής.
Το έθιμο άρχιζε την παραμονή, 23 Ιούνη, όταν γινόταν η πρόσκληση και μαζεύονταν τα κορίτσια της γειτονιάς ή από το ίδιο σόι. Η πρόσκληση γινόταν από μια ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία πρόσφατα, στη διάρκεια του χειμώνα, παντρεύοντας το γιο της, είχε γίνει πεθερά. Βέβαια, στο επίπεδο των συμβολισμών, η ηλικιωμένη γυναίκα συμβόλιζε τη μεγάλη μάνα γη (Παμμήτωρ Γα), τη majia, τη μάια, όπως την αποκαλούν οι Βλάχοι, τη θεά της γονιμότητας, ενώ η νεαρή κοπέλα ήταν η zina, η νεράιδα, η νύφη των νερών, της πηγής της ζωής.
Μετά το κάλεσμα, έστελναν μια νέα κοπέλα, της οποίας ζούσαν και οι δυο γονείς, να φέρει το «αμίλητο» νερό. Σαν ερχόταν η κοπέλα με το νερό, στόλιζαν παλιότερα τη γκαλεάτα, ένα κτηνοτροφικό σκεύος, αργότερα ένα γκιουμάκι, με ένα ειδικό λουλούδι, που και αυτό για αυτό το λόγο ονομαζόταν γκαλεάτα (lilitsia di galeata), και οι κοπέλες έριχναν μέσα η καθεμιά ένα ασημικό (βραχιόλι, δακτυλίδι κ.τ.λ.), τα ριζικάρια, γιατί από αυτά θα έβγαινε το ριζικό, η μοίρα κάθε μιας κοπέλας, ενώ τραγουδούσαν. Στο στόλισμα της γκαλεάτας πρωτοστατούσε η πιο έμπειρη και τηρούνταν το ίδιο εθιμοτυπικό, όπως ακριβώς όταν στολίζανε τη νύφη. Για αυτό και συχνά λέγανε τα ίδια τραγούδια.
Η στολισμένη γκαλεάτα τη νύχτα έμενε στο ύπαιθρο, κάτω από κάποιο δένδρο, για να τη δουν τα αστέρια και να έρθουν οι μοίρες να την ευλογήσουν.
Την άλλη μέρα, οι γυναίκες έχοντας την γκαλεάτα, πήγαιναν από βρύση σε βρύση, τραγουδώντας
Στις βρύσες που επισκέπτονταν, πάντοτε σε πολλαπλάσιο του 3, 6, 9, έκαναν μιμητικές, μαγικές κινήσεις, για να προκαλέσουν βροχή που τόσο ανάγκη την είχαν οι κτηνοτρόφοι, μια και το χορτάρι, λόγω της εποχής, άρχιζε να στεγνώνει και να καίγεται.
Η καθεμιά κοπέλα έπαιρνε λίγο νερό για να λούσει συμβολικά το κεφάλι της, για να περάσουν όλοι οι πόνοι, και διάλεγε το ανάθημά της. Με αυτό κάτω από το μαξιλάρι της το κάθε κορίτσι θα ζήσει στο όνειρο ό,τι επιθυμεί.
Το έθιμο ήδη από τη δεκαετία του 60, καθώς διαφοροποιήθηκαν οι συνθήκες, έπαψε να λειτουργεί. Επιβιώνει σε ορισμένα βλαχοχώρια, όπως Σαμαρίνα, Περιβόλι-κυρίως στους κτηνοτρόφους- ή αναβιώνει από πολλούς Συλλόγους.
Μετά το κάλεσμα, έστελναν μια νέα κοπέλα, της οποίας ζούσαν και οι δυο γονείς, να φέρει το «αμίλητο» νερό. Σαν ερχόταν η κοπέλα με το νερό, στόλιζαν παλιότερα τη γκαλεάτα, ένα κτηνοτροφικό σκεύος, αργότερα ένα γκιουμάκι, με ένα ειδικό λουλούδι, που και αυτό για αυτό το λόγο ονομαζόταν γκαλεάτα (lilitsia di galeata), και οι κοπέλες έριχναν μέσα η καθεμιά ένα ασημικό (βραχιόλι, δακτυλίδι κ.τ.λ.), τα ριζικάρια, γιατί από αυτά θα έβγαινε το ριζικό, η μοίρα κάθε μιας κοπέλας, ενώ τραγουδούσαν. Στο στόλισμα της γκαλεάτας πρωτοστατούσε η πιο έμπειρη και τηρούνταν το ίδιο εθιμοτυπικό, όπως ακριβώς όταν στολίζανε τη νύφη. Για αυτό και συχνά λέγανε τα ίδια τραγούδια.
Η στολισμένη γκαλεάτα τη νύχτα έμενε στο ύπαιθρο, κάτω από κάποιο δένδρο, για να τη δουν τα αστέρια και να έρθουν οι μοίρες να την ευλογήσουν.
Την άλλη μέρα, οι γυναίκες έχοντας την γκαλεάτα, πήγαιναν από βρύση σε βρύση, τραγουδώντας
Στις βρύσες που επισκέπτονταν, πάντοτε σε πολλαπλάσιο του 3, 6, 9, έκαναν μιμητικές, μαγικές κινήσεις, για να προκαλέσουν βροχή που τόσο ανάγκη την είχαν οι κτηνοτρόφοι, μια και το χορτάρι, λόγω της εποχής, άρχιζε να στεγνώνει και να καίγεται.
Η καθεμιά κοπέλα έπαιρνε λίγο νερό για να λούσει συμβολικά το κεφάλι της, για να περάσουν όλοι οι πόνοι, και διάλεγε το ανάθημά της. Με αυτό κάτω από το μαξιλάρι της το κάθε κορίτσι θα ζήσει στο όνειρο ό,τι επιθυμεί.
Το έθιμο ήδη από τη δεκαετία του 60, καθώς διαφοροποιήθηκαν οι συνθήκες, έπαψε να λειτουργεί. Επιβιώνει σε ορισμένα βλαχοχώρια, όπως Σαμαρίνα, Περιβόλι-κυρίως στους κτηνοτρόφους- ή αναβιώνει από πολλούς Συλλόγους.



